|
|
|
Επιστημονικές Ανακοινώσεις
Ειδικότερα θέματα υλοποίησης της Δράσης δημόσιας υγείας «Προληπτικές Διαγνωστικές Εξετάσεις για τον Καρκίνο του Τραχήλου της Μήτρας».
Νεότερα έντυπα σχετικά με το πρόγραμμα Δοξιάδης
Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ και εδώ
|
Αγαπητοί συνάδελφοι,
πατήστε εδώ για να διαβάσετε την τροποποίηση (11-3-2024)της υπ΄ αριθμ. πρωτ. Α1β/Γ.Π.οικ.4254/22.01.2024 Απόφασης, με θέμα: «Συγκρότηση και ορισμός μελών στην Ομάδα Εργασίας για την ενοποίηση των ιατρικών ειδικοτήτων Παθολογικής Ανατομικής και Κυτταρολογίας, του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.)»
|
Κατεβάστε εδώ την τροποποίηση της υπ’ αρ. 16076/15.03.2024 κοινής υπουργικής απόφασης «Ειδικότερα θέματα υλοποίησης της Δράσης δημόσιας υγείας “Προληπτικές Διαγνωστικές Εξετάσεις για τον Καρκίνου του Τραχήλου της Μήτρας”»
|
Αγαπητοί συνάδελφοι,
στις 5 Σεπτεμβρίου 2024 δημοσιεύθηκε Φ.Ε.Κ. με αριθμό 5075/5-9-2024 τ.Β΄ στο οποίο συμπεριλήφθηκε η Κυτταρολογία στις ειδικότητες που θα δίνονται κίνητρα για προσέλκυση και παραμονή γιατρών του ΕΣΥ σε προβληματικές και άγονες γραμμές άγονες περιοχές, κατόπιν της επιστολής που είχε στείλει η εταιρεία προς το Υπουργείο στις 26/07/2024. Πατήστε εδώ για να διαβάσετε το Φ.Ε.Κ.
|
Ειδικότερα θέματα υλοποίησης της Δράσης δημόσιας υγείας «Προληπτικές Διαγνωστικές Εξετάσεις για τον Καρκίνο του Τραχήλου της Μήτρας».
Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ
Ξεκινησε το πρόγραμμα: "Υλοποίηση Εθνικού Προγράμματος Πρόληψης της Δημόσιας Υγείας «Σπύρος Δοξιάδης» - Δευτερογενής Πρόληψη". Για περισσότερες πληροφορίες παρακαλώ πατήστε εδώ: https://www.idika.gr/etaireia/erga/sygxrhmatodotoumena
|
Αγαπητοί συνάδελφοι, πατήστε εδώ για να διαβάσετε την επιστολή που έστειλε η Ελληνική Εταιρεία Κλινικής και Μοριακής Κυτταρολογίας στο Υπουργείο Υγείας σχετικά με την παράταση του χρόνου παραμονής στην υπηρεσία ιατρών κλάδου ΕΣΥ μετά τη συμπλήρωση 67 έτους ηλικίας.
|
Αγαπητοί συνάδελφοι, πατήστε εδώ για να διαβάσετε την επιστολή που έστειλε η Ελληνική Εταιρεία Κλινικής και Μοριακής Κυτταρολογίας στο Υπουργείο Υγείας σχετικά με τα κριτήρια χαρακτηρισμού των άγονων περιοχών τύπου «Α» και «Β» και τις ειδικότητες που συμπεριλαμβάνονται σε αυτά.
|
Αγαπητοί συνάδελφοι, παρακαλώ βρείτε τα Φ.Ε.Κ. που δημοσιεύθηκαν στις 17/12/2022 στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως σχετικά με το αναλυτικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα στην ειδικότητα της Κυτταρολογίας. Για να διαβάσετε τα Φ.Ε.Κ. πατήστε εδώ
|
Αγαπητοί συνάδελφοι, πατήστε εδώ για να διαβάσετε την τροποποίηση (1η) της υπ΄ αριθμ. πρωτ. Α1β/Γ.Π.οικ.4254/22.01.2024 Απόφασης, με θέμα: «Συγκρότηση και ορισμός μελών στην Ομάδα Εργασίας για την ενοποίηση των ιατρικών ειδικοτήτων Παθολογικής Ανατομικής και Κυτταρολογίας, του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.)»
|
Αγαπητοί συνάδελφοι, μετά την Έκτακτη Γενική Συνέλευση των Σωματείων της «Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής και Μοριακής Κυτταρολογίας» και «Επαγγελματικής Ένωσης Κυτταρολόγων Ελλάδος» που έλαβε χώρα στις 23/02/2024, εστάλη νέα επιστολή (πατήστε εδω) προς το Υπουργείο Υγείας σχετικά με το αίτημα που είχαμε για ισότιμη εκπροσώπηση των 2 εταιρειών (Παθολογικής Ανατομικής και Κυτταρολογίας) στην ομάδα εργασίας για την ενοποίηση των δυο ιατρικών ειδικοτήτων (με την από 22.01.2024 και με Αρ. Πρωτ. A1β/Γ.Π.οικ.4254 Κοινής Απόφασής). Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως λάβαμε θετική απάντηση από το γραφείο του Υφυπουργού Υγείας κ.Θεμιστοκλέους. Συγκεκριμένα μας προώθησαν το e-mail το οποίο έλαβαν από το ΚΕΣΥ, το οποίο γράφει πως: «το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας προέβη στην τροποποίηση της εκδοθείσας απόφασης με ισότιμη συμμετοχή ιατρών ειδικότητας Κυτταρολογίας και Παθολογικής Ανατομικής». Αναμένουμε την ανάρτηση της τροποποίησης στην Διαύγεια. Εκ μέρους του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας Η Πρόεδρος Η Γενική Γραμματέας
Μαρία Νασιουτζίκη Νίκη Μάργαρη
|
Πρόσκληση προς τις Μονάδες Φροντίδας Υγείας για τη συμμετοχή στην υλοποίηση της Δράσης για τη Δημόσια Υγεία «Προληπτικές Διαγνωστικές Εξετάσεις για τον Καρκίνο του Τραχήλου της Μήτρας» κατ’ εφαρμογή της υπό στοιχεία Γ Π. οικ. Δ1β/Γ.Π.οικ. 66354 (Β’ 6001) Κοινής Υπουργικής Απόφασης/ ΚΥΑ όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει δυνάμει της υπόστοιχεία Γ.Π. οικ. Δ1β/Γ.Π.οικ. 72711 (Β’ 6651) Κοινής Υπουργικής Απόφασης/ΚΥΑ. Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ
|
Αγαπητοί συνάδελφοι, παρακαλώ βρείτε τα 6 υπομνήματα που εστάλησαν προς την Γενική Γραμματέα Δημόσιας Υγείας σχετικά με το «ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΤΡΑΧΗΛΟΥ ΤΗΣ ΜΗΤΡΑΣ» που οργανώνει το Υπουργείο Υγείας: α) από τις πέντε Επιστημονικές Εταιρείες, HSCCP - ΕΕΚΚ - ΕΜΓΕ- ΕΕΓΟ- HeCPA study group στις 15/6/2022 και β) από την Ελληνική Εταιρεία Κλινικής Κυτταρολογίας στις 21/7/2022, στις 20/12/2022, στις 5/2/2023 και στις 16/2/2023. Για να διαβάσετε τα 6 υπομνήματα επιλέξτε παρακάτω:
Εκ του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας
|
Τα μέλη της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας με ομόφωνο ψήφισμα τους στη Γενική Συνέλευση στις 19 Σεπτεμβρίου 2021 αποφάσισαν τα κάτωθι :
Η χώρα μας διαθέτει ένα αξιόλογο δυναμικό Ιατρών Κυτταρολόγων με άριστη εκπαίδευση στη διάγνωση για την Πρόληψη του Καρκίνου Τραχήλου της μήτρας, γεγονός που αποδεικνύει την μείωση της εμφάνισης και θνησιμότητος της νόσου στην Ελλάδα, παρά την έλλειψη εθνικά οργανωμένου προγράμματος πληθυσμιακού ελέγχου. Η Κυτταρολογία είναι η κατ΄ εξοχήν ειδικότητα Πρόληψης και έγκαιρης διάγνωσης και παρακολούθησης ογκολογικών ασθενών.
Η αναγκαιότητα της κυτταρολογικής εξέτασης με το Τεστ Παπανικολάου είναι δεδομένη και η αξία αυτής δεν αμφισβητείται παγκοσμίως , διότι η αναγνώριση των βλαβών που προκαλούν τα ογκογόνα στελέχη του ιού HPV είναι το μοναδικό κριτήριο για τη θεραπευτική αντιμετώπιση.
Η ανίχνευση και μόνον του ιού HPV με μοριακό έλεγχο, σαν μοναδική δοκιμασία ελέγχου, θα δημιουργήσει αδικαιολόγητη ανησυχία και σύγχυση στο γυναικείο πληθυσμό χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Καμία μέθοδος δεν παρέχει την απαραίτητη προστασία και ασφάλεια στη γυναίκα, εάν δεν συνυπάρχει με την κυτταρολογική εξέταση κατά Παπανικολάου. Η ασφάλεια, η αποτελεσματικότητα της διάγνωσης και το χαμηλό κόστος θα συμβάλουν τα μέγιστα στον καθολικό οργανωμένο προσυμπτωματικό έλεγχο του γυναικείου πληθυσμού της χώρας, για την καθιέρωση του οποίου αναφέρθηκε και ο πρωθυπουργός στις εξαγγελίες του στη ΔΕΘ.
Προσδοκούμε στην αποδοχή των προτάσεων μας και είμαστε στη διάθεση σας για την παροχή κάθε συνδρομής.
|
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τον
Δεκέμβριο του 2019 αναφέρθηκε στην Κίνα
το πρώτο κρούσμα μιας νέας ιογενούς
λοίμωξης του αναπνευστικού από κορωνοιό
(COVID 19). Μέσα στους επόμενους μήνες, η
λοίμωξη από τον ιό αυτό επεκτάθηκε
σχεδόν σε όλο τον κόσμο, ώστε ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας της έδωσε το
χαρακτηρισμό της πανδημίας στις
11/3/2020, (severe acute respiratory syndrome coronavirus -2
SARS–CoV-2 από την αρμόδια επιτροπή του
ΠΟΥ Coronaviridae Study Group of the International Committee on
Taxonomy of Viruses). Η μετάδοση από τα σταγονίδια
που μολύνουν τα χέρια και τις επιφάνειες
αποτελεί το κύριο όχημα διασποράς του
ιού.
Η
λοίμωξη μπορεί να είναι είτε ασυμπτωματική,
είτε να εκδηλώνεται με ήπια συμπτώματα,
όπως του κοινού κρυολογήματος, ή με
συμπτώματα παρόμοια της γρίπης ή σε
κάποιο ποσοστό να εξελίσσεται σε
πνευμονία και σπανιότερα να προκαλεί
έντονη αναπνευστική δυσχέρεια που
μπορεί να οδηγήσει σε αναπνευστική
ανεπάρκεια και στο θάνατο. Η λοίμωξη
παρουσιάζει υψηλή μεταδοτικότητα,
περίοδο επώασης 2-14 ημέρες και θνησιμότητα
άμεσα σχετιζόμενη με την ηλικία και
την συνύπαρξη υποκείμενης νόσου.
Οπωσδήποτε, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά
του COVID 19 είναι ακόμα υπό διερεύνηση,
ενώ μεγάλα ποσοστά μόλυνσης καταγράφονται
διεθνώς στους επαγγελματίες υγείας.
Οι
παρακάτω οδηγίες βασίζονται σε
δημοσιεύσεις του ΠΟΥ και του Ευρωπαϊκού
Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων, καθώς και
σε έγκυρες σύγχρονες δημοσιεύσεις
στον επιστημονικό τύπο.
ΓΕΝΙΚΕΣ
ΟΔΗΓΙΕΣ
Στην
περίοδο της επιδημίας, ακολουθώντας
τις εθνικές οδηγίες καθώς και τις
εσωτερικές οδηγίες της αρμόδιας
επιτροπής λοιμώξεων κάθε νοσοκομείου
προτείνεται ο περιορισμός των
διαγνωστικών εξετάσεων στις απολύτως
επείγουσες και απαραίτητες. Εξετάσεις
προληπτικού ελέγχου και διαγνωστικές
εξετάσεις χρόνιων περιστατικών δεν
ενθαρρύνονται. Ιδιαίτερη προσοχή
συνιστάται στον περιορισμό της εξέτασης
δειγμάτων του αναπνευστικού συστήματος
στον απολύτως απαραίτητο αριθμό, καθώς
τα δείγματα αυτά φέρουν τη μεγαλύτερη
μολυσματική επικινδυνότητα.
Επιπλέον,
κάθε υλικό σκόπιμο είναι να αντιμετωπίζεται
ως δυνητικά μολυσμένο.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ
ΟΔΗΓΙΕΣ
1.ΣΥΛΛΟΓΗ,
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΔΕΙΓΜΑΤΩN: Η συλλογή των
δειγμάτων πρέπει να γίνεται σε
αποστειρωμένα δοχεία τα οποία να
περικλείονται σε δεύτερο κλειστό
δοχείο και σε διαφανή πλαστική
συσκευασία. Η μεταφορά τους πρέπει να
γίνεται από εξειδικευμένο προσωπικό
με γνώση των κανόνων ασφαλείας για τη
μεταφορά βιολογικών υγρών.
2.ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ:Η προπαρασκευή των δειγμάτων
οφείλει να γίνεται σε θάλαμο ασφαλείας
επιπέδου 2, η δε φυγοκέντριση και
επίστρωση με μεγάλη προσοχή από
προσωπικό που φέρει τον απαραίτητο
εξοπλισμό προσωπικής προστασίας (PPE)
με πλήρη κάλυψη του σώματος, χεριών
(γάντια), ποδιών και ιδιαιτέρως προσώπου
με μάσκα (N95 η ανάλογη) και προστατευτικά
γυαλιά η ασπίδα προσώπου. Οι επιφάνειες
πρέπει να απολυμαίνονται με διάλυμα
χλωρίνης ή αιθανόλης (70%), ενώ επιβάλλεται
το πλύσιμο χεριών μετά την αφαίρεση
του προστατευτικού εξοπλισμού.
Τα
υλικά πρέπει να μονιμοποιούνται σε
οινόπνευμα τουλάχιστον 70% (αδρανοποίηση
του ιού), οι χρώσεις τύπου Giemsa σε
αμονιμοποίητο υλικό να αποφεύγονται.
Η ασφάλεια της τεχνικής υγρής φάσης
με το συγκεκριμένο διάλυμα μεθανόλης
για μονιμοποίηση διερευνάται ακόμη.
Γενικά,
πρέπει να αποφεύγεται κάθε διαδικασία
που προκαλεί διασπορά σταγονιδίων στο
χώρο.
3.ΠΑΡΑΚΕΝΤΗΣΕΙΣ
ΚΑΙ ΤΑΧΕΙΑ ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ: Όταν
εκτελούνται παρακεντήσεις στο
κυτταρολογικό εργαστήριο, είτε σε χώρο
του ακτινολογικού εργαστηρίου με
παρουσία Κυτταρολόγου για τον έλεγχο
της επάρκειας του δείγματος (ROSE), πρέπει
ο χώρος να είναι μεγάλος, επαρκώς
αεριζόμενος και να μην παρίστανται
περισσότερα από δύο άτομα. Το προσωπικό
πρέπει να φέρει εξοπλισμό προσωπικής
προστασίας (PPE) και να αποφεύγει πρακτικές
επικίνδυνες για διασπορά σταγονιδίων.
Οι επιφάνειες πρέπει να απολυμαίνονται
και επιβάλλεται το πλύσιμο χεριών μετά
την αφαίρεση του προστατευτικού
εξοπλισμού.
4.ΣΥΜΒΑΤΙΚΑ
ΕΠΙΧΡΙΣΜΑΤΑ ΤΕΣΤ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ:
Εφόσον δεν είναι γνωστή ποιά ακριβώς
είναι η περιεκτικότητα σε αλκοόλη στα
διάφορα μέσα (spray) που χρησιμοποιούνται
για μονιμοποίηση επιχρισμάτων, είτε
αυτά είναι λακ μαλλιών είτε cytospray,
ασφαλέστερος τρόπος είναι ο ψεκασμός
(μικρά ψεκαστηράκια) με διάλυμα
αλκοόλης>70% (εφόσον δεν είναι εφικτή
η εμβάπτιση των πλακιδίων σε διάλυμα
αλκοόλης>70% αμέσως μετά την επίστρωση
λόγω δυσχέρειας στη μεταφορά). Για τις
ανωτέρω περιπτώσεις, καλό θα είναι να
χρησιμοποιούνται αντικειμενοφόρες
πλάκες θετικά φορτισμένες (superfrost plus)
για καλύτερη συγκράτηση του υλικού
(σε σχέση με τις κοινές πλάκες χαμηλότερου
κόστους).
5.ΔΙΑΓΝΩΣΗ
ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Συνιστάται η αποφυγή
συνωστισμού στους χώρους εργασίας των
διαγνωστών Ιατρών με χρήση ατομικού
χώρου, γαντιών ή/και μάσκας προστασίας
όταν αυτό δεν είναι εφικτό. Αποφυγή
εκπαιδευτικής συμπαρατήρησης, αξιοποίηση
ηλεκτρονικών μέσων για την εκπαίδευση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.
Coronaviridae Study Group of the International Committee on
Taxonomy of Viruses. The species severe acute respiratory
syndromerelated coronavirus: classifying 2019-nCoV and naming it
SARS–CoV-2. Nat Microbiol. 2020;5:536-544.
2.
World Health Organization (WHO). Coronavirus Disease (COVID2019)
Situation Report-51. WHO; 2020. Accessed March 29, 2020.
3.
European Centre for Disease Prevention and Control (ECDC).
Situation Update Worldwide, as of 29 March 2020. ECDC; 2020.
Accessed March 29, 2020. https://www.ecdc.europa.eu/en/geographical-distribution-2019-ncov-cases
4.
Centers for Disease Control and Prevention (CDC). Interim
Guidelines for Collecting, Handling, and Testing Clinical Specimens
From Persons for Coronavirus Disease 2019 (COVID-19). CDC; 2020.
Accessed March 15, 2020.
5.
World Health Organization (WHO). Laboratory Biosafety Guidance
Related to Coronavirus Disease (COVID-19). Interim Guidance, 19
March 2020. WHO; 2020. Accessed March 29, 2020.
6.
European Centre for Disease Prevention and Control (ECDC). ECDC
Technical Report: Infection Prevention and Control for COVID-19 in
Healthcare Settings. ECDC; 2020. Accessed March 15, 2020.
7.
European Committee for Standardization (CEN). CEN Workshop
Agreement (CWA) 15793—Laboratory Biorisk Management. CEN; 2011.
Accessed March 15, 2020.
8.
National Health Commission of the People’s Republic of China.
Laboratory Biosafety Guide of 2019 Novel Coronavirus, Version 2 [in
Chinese]. National Health Commission of the People’s Republic of
China; 2020. Accessed March 15, 2020.
9.
World Health Organization (WHO). Coronavirus Disease (COVID19)
Outbreak: Rights, Roles and Responsibilities of Health Workers,
Including Key Considerations for Occupational Safety and Health.
WHO; 2020. Accessed March 29, 2020.
10.
Chien-Chin Chen and Chia-Yu Chi.Commentary :Biosafety in the
Preparation and Processing of Cytology Specimens With Potential
Coronavirus (COVID-19) Infection: Perspectives From Taiwan. Cancer
Cytopathology April 2020
11.
Rossi ED, Fadda G, Mule A, Zannoni GF, Rindi G. Commentary:
Cytologic and histologic samples from patients infected by the
novel coronavirus 2019 SARS-CoV-2: An Italian institutional
experience focusing on biosafety procedures. Cancer
Cytopathology April 2020
|
Σκοπός των οδηγιών που ακολουθούν είναι η διασφάλιση ελέγχου και ποιότητας των κυτταρολογικών εργαστηρίων και η συμμόρφωσή τους σε καθορισμένα κριτήρια.
Με βάση την υπάρχουσα νομοθεσία σχετικά με τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας περί τήρησης ιατρικού αρχείου, Νόμος υπ’αριθ. 3418/2005 (ΦΕΚ 287/Α/28112005), καθορίζονται οι οδηγίες που αφορούν την αρχειοθέτηση, διατήρηση και φύλαξη των αρχείων αντικειμενοφόρων πλακιδίων, κύβων παραφίνης, παραπεμπτικών σημειωμάτων και κυτταρολογικών πορισμάτων ως εξής:
Α.) Τα κυτταρολογικά πορίσματα θα πρέπει να αρχειοθετούνται ως χειρόγραφα ή σε ηλεκτρονική μορφή στο εργαστήριο για δέκα (10) έτη στα ιδιωτικά ιατρεία και τις λοιπές μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας του ιδιωτικού τομέα και είκοσι (20) έτη σε κάθε άλλη περίπτωση (π.χ. κλινικές, δημόσια νοσοκομεία) είτε το αποτέλεσμα της κυτταρολογικής εξέτασης είναι αρνητικό είτε θετικό.
Β.) Τα παραπεμπτικά, τα αντικειμενοφόρα πλακίδια (γυναικολογικά και μη γυναικολογικά) καθώς και τα κυτταρολογικά δείγματα τα οποία έχουν επεξεργαστεί με την τεχνική εγκλεισμού του υλικού σε παραφίνη (cell-block) συμπεριλαμβανομένων και αυτών της ανοσοκυτταροχημείας θα πρέπει να φυλάσσονται σε ειδικές αρχειοθήκες εντός του εργαστηρίου, σε συνθήκες κατάλληλες για την διατήρηση τους, δέκα (10) έτη στα ιδιωτικά ιατρεία και τις λοιπές μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας του ιδιωτικού τομέα και είκοσι (20) έτη σε κάθε άλλη περίπτωση (π.χ. κλινικές, δημόσια νοσοκομεία) είτε το αποτέλεσμα της κυτταρολογικής εξέτασης είναι αρνητικό είτε θετικό.
Γ.) Τυχόν πλεονάζοντα κυτταρολογικά υλικά μετά την ολοκλήρωση του κυτταρολογικού πορίσματος (π.χ ασκιτικά, πλευριτικά υγρά κ.α.) θα πρέπει να φυλάσσονται στο εργαστήριο σε κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας τουλάχιστον για χρονικό διάστημα τριών μηνών. Όσα δείγματα έχουν μονιμοποιηθεί σε ειδικά συντηρητικά υλικά θα πρέπει να φυλάσσονται για το χρονικό διάστημα που αναφέρουν οι προδιαγραφές της εκάστοτε κατασκευαστικής εταιρείας.
Με βάση τις διεθνείς οδηγίες1,2 τα αρχεία ελέγχου και διασφάλισης ποιότητας, οι ψηφιακές φωτογραφίες, τα αρχεία μοριακής κυτταρολογίας και τα αποτελέσματα κυτταρομετρίας ροής θα πρέπει να αρχειοθετούνται σύμφωνα με τις οδηγίες που ακολουθούν.
Α.) Τα αρχεία ελέγχου και διασφάλισης ποιότητας θα πρέπει να αρχειοθετούνται στο εργαστήριο τουλάχιστον δύο (2) χρόνια.
Β.) Τα αρχεία φωτογραφιών σε ψηφιακή μορφή τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί για διάγνωση θα πρέπει να αρχειοθετούνται στο εργαστήριο τουλάχιστον δέκα (10) χρόνια.
Γ.) Τα αρχεία Mοριακής Kυτταρολογίας θα πρέπει να αρχειοθετούνται στο εργαστήριο ως εξής:
Τα αντικειμενοφόρα πλακίδια και οι εικόνες που έχουν προκύψει μετά από τεχνική in situ υβριδισμού για δέκα (10) έτη σε νεοπλασματικές αλλοιώσεις και για είκοσι (20) έτη σε γενετικές παθήσεις.
Τα πορίσματα για δέκα (10) έτη όταν αυτά αφορούν σε νεοπλασματικές αλλοιώσεις και για είκοσι (20) έτη σε γενετικές παθήσεις.
Ειδικότερα για τα αποτελέσματα που αφορούν την τεχνική ¨αλληλούχισης επόμενης γενιάς¨ (next generation sequencing) τουλάχιστον δύο (2) χρόνια.
Δ.) Τα δεδομένα και τα αποτελέσματα κυτταρομετρίας ροής θα πρέπει να αρχειοθετούνται στο εργαστήριο ως εξής:
Δέκα (10) χρόνια, συμπεριλαμβανομένων και των νεοπλασιών του αιμοποιητικού.
Ειδικότερα τα δεδομένα και τα αποτελέσματα για τον έλεγχο CD 34 θα πρέπει να αρχειοθετούνται στο εργαστήριο τρία (3) χρόνια.
Βιβλιογραφία
Practical Guide to Specimen Handling in Surgical Pathology, College of American Pathologists, 2020
Food and Drug Administration. Current good manufacturing practice for blood and blood components. Records and reports. Records. Washington, DC: US Government Printing Office, 1999
|
Το Διοικητικό
Συμβούλιο της Ελληνικής Εταιρείας
Κλινικής Κυτταρολογίας στην συνεδρίαση
της 10/3/2021 με βάση την ανάλυση με αρ.
πρωτ. 232/2021 της Επιτροπής της Ελληνικής
Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας για
τον καθορισμό του ορίου φόρτου εργασίας
σε Κυτταρολογικά Εργαστήρια της Ελλάδας,
αποφάσισε και προτείνει τα κάτωθι, με
παράκληση όπως συμπεριληφθούν στις
διαδικασίες αξιολόγησης προς διαπίστευση
των κυτταρολογικών εργαστηρίων της
χώρας :
1. Ανώτατο όριο
μικροσκοπικής εξέτασης κυτταρολογικών
πλακιδίων ανά ημέρα : 70 πλακίδια.
Σημειώνεται πώς εάν πρόκειται για τέστ
Παπανικολάου με Κυτταρολογία υγρής
φάσης ο αριθμός διαμορφώνεται σε 50
πλακίδια
ανα ημέρά. Ο αριθμός των 70
επιχρισμάτων
ειδικά για τεστ Παπανικολάου συμβατικής
Κυτταρολογίας αφορά περιστατικά με
δύο επιχρίσματα.
2. Ο αριθμός αφορά
γυναικολογικά και μη γυναικολογικά
υλικά , σε πλακίδια τόσο συμβατικά όσο
και με την τεχνική υγρής φάσης, καθώς
και πλακίδια που επανεξετάζονται για
τους σκοπούς του ποιοτικού ελέγχου του
Εργαστηρίου. Η εξέταση screening και διάγνωσης
δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 5 ημέρες
την εβδομάδα για κάθε εργαζόμενο.
3. Πλακίδια που παρασκευάστηκαν
με κυτταροφυγοκέντρηση ή τεχνική υγρής
φάσης από μη γυναικολογικά υλικά
υπολογίζονται κατά το ήμισυ του ανωτάτου
ορίου πλακιδίων για μικροσκόπηση
(δηλαδή 35 πλακίδια ανά ημέρα) για
τους σκοπούς της καταμέτρησης.
4. Ειδικά για την περίπτωση
της ταχείας επιτόπιας αξιολόγησης ή
ταχείας κυτταρολογικής εξέτασης (Rapid
On Site Evaluation / ROSE), δεν γίνεται υπολογισμός
του αριθμού των πλακιδίων αλλά μόνον
ο χρόνος που δαπανήθηκε για την εξέταση
των πλακιδίων, και ο αντίστοιχος αριθμός
των πλακιδίων μειώνεται ανάλογα.
Προσμετράται στον συνολικό αριθμό των
μικροσκοπηθέντων πλακιδίων, αλλά
υπολογίζεται μόνον ο χρόνος που
δαπανήθηκε για την εξέταση των πλακιδίων,
ο οποίος θα πρέπει να αφαιρείται από
τον συνολικό χρόνο εργασίας, έτσι ώστε
να επανυπολογίζεται ο φόρτος εργασίας
της εξέτασης διαλογής των πλακιδίων
screening και διάγνωσης ανάλογα.
Υ.Γ. : Ακολουθεί «Το
Σκεπτικό που βασίστηκε το Διοικητικό
Συμβούλιο της Ελληνικής Εταιρείας
Κλινικής Κυτταρολογίας»
Στις επόμενες παραγράφους
αναλύονται οι καθιερωμένες πρακτικές
και νομοθετικές ρυθμίσεις σε άλλα κράτη
της Ευρώπης αλλά και στις Ηνωμένες
Πολιτείες της Αμερικής, στις οποίες
βασίστηκαν οι προτάσεις της ΕΕΚΚ.
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί
ότι στις περισσότερες χώρες του
Εξωτερικού υπάρχουν ειδικά εκπαιδευμένοι
εργαζόμενοι του παραϊατρικού προσωπικού
που εκτελούν την αρχική εξέταση διαλογής
(screening) των γυναικολογικών πλακιδίων
(που θα αναφέρεται από εδώ και στο εξής
ως «πρωταρχικό screening»). Στην Ελλάδα δεν
υπάρχει αντίστοιχος αναγνωρισμένος
κλάδος των Παραϊατρικών Επαγγελμάτων
και η πρακτική του «πρωταρχικού
screening» γίνεται από τους Ιατρούς
Κυτταρολόγους. Ωστόσο, η αναλογικότητα
στην πρακτική του «πρωταρχικού screening»
είναι ευθεία.
1.Ηνωμένες Πολιτείες της
Αμερικής
Στις Ηνωμένες Πολιτείες της
Αμερικής (USA) ο βασικός οργανισμός που
επιθεωρεί τα κυτταρολογικά εργαστήρια
είναι το κολλέγιο των Αμερικανών
Παθολογοανατόμων και Κυτταρολόγων
(CAP) που επιβάλλουν την εφαρμογή των
κανονισμών της CLIA.
Εικόνα Βλέπε
http://iap-ad.org/Documents/Archieve/IAP%202019/Cytopathology%20Regulations%20-%20Dr.%20Fadi%20Abdul-Karim.pdf
Το CAP όπως φαίνεται και από
το επισυναπτόμενο αρχείο αρ 1 «CAP check
list for cytopathology» σελ 39-42», όπου περιλαμβάνονται
όλες οι λίστες ελέγχου (checklists) που
χρησιμοποιούνται για επιθεώρηση από
τα προγράμματα διαπίστευσης του
Κολλεγίου Αμερικανών Παθολογοανατόμων
και Κυτταρολόγων (CAP), εφαρμόζει γραπτή
πολιτική φόρτου εργασίας για την
διαδικασία διαλογής (screening) των πλακιδίων
με απόδειξη καταγραφής δεδομένων για
κάθε έναν εργαζόμενο (screener) ξεχωριστά.
Mε βάση τo παραπάνω έγγραφο
θα πρέπει να υπάρχουν
1.ικανά εξειδικευμένο
προσωπικό για τη διαχείριση του όγκου
και της ποικιλίας κυτταροπαθολογικών
δειγμάτων που αποστέλλονται στο
εργαστήριο.
2.γραπτή
πολιτική φόρτου εργασίας για το μη
αυτόματο - χειροκίνητο (manual) screening
κυτταρολογικών υλικών, με στοιχεία
καταγραφής δεδομένων.
3.γραπτή
πολιτική για την περίπτωση του αυτόματου
Screening (μέσω της τεχνικής ψηφιοποίησης
της εικόνας των κυτταρολογικών πλακιδίων
και εφαρμογής της τεχνητής νοημοσύνης
), κυτταρολογικών υλικών, με στοιχεία
καταγραφής δεδομένων.
Τα όρια σχετικά με τον φόρτο
εργασίας των ατόμων που διενεργούν
«πρωταρχικό screening» έχουν τεθεί από το
CLIA και έχουν ως εξής:
Σύμφωνα με τις απαιτήσεις
του Clinical Laboratory Improvement Amendments (CLIA)
κάθε άτομο που αξιολογεί κυτταρολογικά
επιχρίσματα με χειροκίνητη μικροσκοπική
τεχνική πρέπει να εξετάζει όχι
περισσότερα από 100 πλακίδια
(γυναικολογικά και μη γυναικολογικά ή
και τα δύο) σε διάστημα 24 ωρών.
Επιπλέον, σε κάποιες πολιτείες υπάρχουν
διαφορετικοί κανονισμοί που αφορούν
τον φόρτο εργασίας των εργαζομένων που
εξετάζουν κυτταρολογικά πλακίδια. Στις
περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να
ακολουθείται ο πιο αυστηρός κανονισμός
(π.χ. ο φόρτος εργασίας για εργαζόμενους
σε Κυτταρολογικό Εργαστήριο που
αδειοδοτήθηκε στην Πολιτεία της
Καλιφόρνια και αφορά σε χειροκίνητο
έλεγχο γυναικολογικών επιχρισμάτων
περιορίζεται σε 80 γυναικολογικά πλακίδια
σε μια περίοδο 24 ωρών και τα οποία
μειώνονται αναλογικά στην βάση των
άλλων καθηκόντων που εκτελούνται από
του εργαζόμενους).
Τα γυναικολογικά πλακίδια
περιλαμβάνουν τα νέα πλακίδια ρουτίνας
καθώς και τα πλακίδια επανελέγχου
10%.Στο Εργαστήριο θα πρέπει υποχρεωτικά
να τηρούνται αρχεία που να δείχνουν
τον συνολικό αριθμό των πλακιδίων που
εξετάστηκαν από κάθε άτομο κατά τη
διάρκεια 24 ωρών.
Για την εξέταση των μη
γυναικολογικών πλακιδίων που
παρασκευάστηκαν με την μέθοδο της υγρής
φάσης κάθε πλακίδιο μπορεί να θεωρηθεί
ως μισό πλακίδιο για τους σκοπούς της
καταγραφής του φόρτου εργασίας, υπό
την προϋπόθεση ότι τα κύτταρα είναι
διασκορπισμένα κατά το ήμισυ ή λιγότερο
της συνολικής επιφάνειας του πλακιδίου.
Για την αρχική εξέταση
διαλογής (screening) όλων των άλλων
πλακιδίων (στα οποία συμπεριλαμβάνονται
τα γυναικολογικά πλακίδια με επεξεργασία
υγρής φάσης), κάθε πλακίδιο πρέπει να
μετράται ως ένα, με σκοπό την καταγραφή
του φόρτου εργασίας.
Ο μέγιστος φόρτος εργασίας
δεν μπορεί να ολοκληρωθεί σε λιγότερο
από οκτώ ώρες την ημέρα εργασίας.
Αυτό το σύνολο ισχύει ανεξάρτητα από
τον αριθμό των εργαστηρίων στα οποία
εργάζεται ένα άτομο μια δεδομένη ημέρα.
Για προσωπικό που εργάζεται λιγότερο
από οκτώ ώρες σε ένα μεμονωμένο
εργαστήριο, αυτό το μέγιστο φορτίο
εργασίας πρέπει να υπολογιστεί αναλογικά
σύμφωνα με τον τύπο: αριθμός ωρών που
δαπανήθηκαν για τον έλεγχο X 100/8. Τυχόν
πρόσθετες ευθύνες πρέπει να λαμβάνονται
υπόψη κατά την εκτίμηση του φόρτου
εργασίας.(Clinical Laboratory Improvement Act, 1988.
Standards for cytology laboratories. Available
at: http://www.phppo.cdc.gov/cliaand
https://www.ecfr.gov/cgi-bin/text-idx?SID=1248e3189da5e5f936e55315402bc38b&node=pt42.5.493&rgn=div5)
Ειδικά για το αυτοματοποιημένο
Screening κυτταρολογικών πλακιδίων
σε σχέση με τον υπολογισμό του φόρτου
εργασίας, θα πρέπει να ακολουθούνται
οι κανόνες του CLIA, επιπροσθέτως των
ακόλουθων κανόνων ,όπωςκαθορίστηκαν
με την οδηγία 07/27/10 FDA alert -
HowLaboratoriansCanSafelyCalculateWorkloadforFDAApprovedSemi-AutomatedGynecologicCytologyScreeningDevices
FDA
LabTip.CalculatingCytologyWorkload.pdf.(Βλέπε
συνημμένο αρχείο)
Η οδηγία αυτή περιέχει τον
ακόλουθο τρόπο υπολογισμού, που
εφαρμόζεται και στα δύο ημιαυτόματα
συστήματα αυτοματοποημένου screening που
υπάρχουν σήμερα στην αγορά (Hologic's
ThinPrep® Imaging System και Becton Dickenson's Focal Point™
Guided Screening System):
Όλα τα πλακίδια για τα οποία
ακολουθεί πλήρης χειροκίνητη εξέταση
(FMR) υπολογίζονται ως ένα ισοδύναμο
πλακιδίου (όπως απαιτείται από το CLIA
για χειροκίνητο screening)
Όλα τα πλακίδια στα οποία
ακολουθεί εξέταση με οπτικά πεδία (FOV)
μετρώνται ως ισοδύναμα 0,5 ή 1/2 ισοδύναμο
πλακιδίου.
Πλακίδια που εξετάζονται
και με τις δύο τεχνικές (με FOV καιFMR)
μετρώνται ως 1,5 ή 1-1 / 2 ισοδύναμα πλακιδίων.
Εννοείται πως ο αριθμός
των πλακιδίων που προκύπτει περιλαμβάνεται
στο μέγιστο όριο των 100 πλακιδίων
(σύμφωνα με CLIA) σε οκτώ ώρες τουλάχιστον.
Επιπλέον, εάν υπάρχουν
διαφορετικοί κανονισμοί για φόρτο
εργασίας σε Πολιτείες πρέπει να
ακολουθείται ο πιο αυστηρός κανονισμός
(π.χ. ο φόρτος εργασίας για κυτταροτεχνολόγους
που εκτελούν αυτοματοποιημένα και
ημι-αυτοματοποιημένα γυναικολογικά
επιχρίσματα με άδεια εργαστηρίου από
την πολιτεία της Καλιφόρνια, περιορίζεται
σε 200 γυναικολογικά πλακίδια σε 24ωρη
βάση.
Ειδικά για την περίπτωση
της ROSE,(Rapid On Site Evaluation), σύμφωνα με
την 2018 έκδοση της CAP Cytopathology Checklist, ο
αριθμός των εξετασθέντων πλακιδίων
δεν προσμετράται στον συνολικό αριθμό
πλακιδίων, αλλά υπολογίζεται μόνον ο
χρόνος που δαπανήθηκε για την εξέταση
των πλακιδίων, ο οποίος θα πρέπει να
αφαιρείται από τον συνολικό χρόνο
εργασίας, έτσι ώστε να επανυπολογίζεται
ο φόρτος εργασίας της εξέτασης πλακιδίων
διαλογής (screening) ανάλογα.
«Η αξιολόγηση της επάρκειας
των επιχρισμάτων λεπτής βελόνας (FNA) ή
η ταχεία επιτόπια αξιολόγηση (ROSE) δεν
θεωρείται πρωτογενής έλεγχος
(screening) Κυτταρολογίας. Ωστόσο, ο
χρόνος που αφιερώνεται για την
πραγματοποίηση αξιολογήσεων επάρκειας
πρέπει να χρησιμοποιείται για τον
υπολογισμό του μέγιστου αριθμού
πλακιδίων που μπορεί να εξετάσει ένα
άτομο σε 24ωρη
βάση»https://www.captodayonline.com/adequacy-assessments-time-slides
Τέλος, οι Επιθεωρητές κατά
τον τακτικό Ποιοτικό έλεγχο
(διαπίστευση) θα πρέπει να αξιολογήσουν
προσεκτικά αυτούς τους παράγοντες
φόρτου εργασίας μαζί με τα ισχύοντα
στοιχεία ελέγχου ποιότητας και
διαχείρισης ποιότητας, έτσι ώστε να
προβούν σε κρίση επί της επάρκειας του
προσωπικού του Εργαστηρίου Κυτταρολογίας
(Βλέπε CAP Cytopathology Checklist).
2. Μεγάλη Βρετανία
Για την Μεγάλη Βρετανία
ισχύουν τα ακόλουθα που μπορούμε να
βρούμε στο
με τίτλο
«Laboratory organization: a guide for laboratories participating in
the NHS Cervical Screening Programme»και
υπάρχει ως
συνημμένο
1.Σελ
13 με τίτλο
2.4.2 Hours of work
«Όσον αφορά στις εργασιακές
ρυθμίσεις και τις ώρες εργασίας και
προκειμένου να δημιουργηθεί ένα
περιβάλλον εργασίας ασφαλές για το
τελικό διαγνωστικό αποτέλεσμα και να
βελτιστοποιηθεί η απόδοση των screeners
κυτταρολογίας, που θα βασίζεται
στα μέχρι σήμερα δεδομένα από τις
σχετικές μελέτες, θα πρέπει να ληφθούν
υπ’ όψιν τα ακόλουθα:
οι screeners μπορούν να
εργασθούν με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα
σε υλικό γυναικολογικής κυτταρολογίας
για 4 ώρες σε μια κανονική εργάσιμη
ημέρα. Τα τρέχοντα στοιχεία
δείχνουν ότι αυτό μπορεί να αυξηθεί
συνολικά έως και 5 ώρες, υπό την προϋπόθεση
ότι ο υπεύθυνος του εργαστηρίου
λειτουργεί ένα σύστημα συνεχούς
παρακολούθησης της απόδοσης
η εργάσιμη ημέρα θα πρέπει
να οργανώνεται έτσι ώστε το διάλειμμα
στη συνεχή εξέταση να έχει διάρκεια
τουλάχιστον 20 λεπτών και ιδανικά θα
πρέπει να γίνεται σε διαφορετικό χώρο
από τον χώρο του screening
αυτό το διάλειμμα θα πρέπει
να γίνει μετά από όχι περισσότερο από
2 συνεχείς ώρες στο μικροσκόπιο
τακτικά μικρά διαλείμματα
αρκετών δευτερολέπτων θα πρέπει να
γίνονται κάθε 10-15 λεπτά
τα υπόλοιπα καθήκοντα που
απαιτούνται από τους screeners μπορούν να
θεωρούνται ως διαλείμματα από τη
μικροσκόπηση (βλ. παρακάτω). Τα καθήκοντα
αυτά (πέραν της μικροσκόπησης)
αντιστοιχούν σε επιπλέον ώρες εργασίας
ανά ημέρα. Μια ανασκόπηση του προσωπικού
και των εργασιακών πρακτικών σε ένα
εργαστήριο δείχνει ότι σε μια εργάσιμη
ημέρα 5-6 ωρών επιτρέπει έως και 4 ώρες
πρωτογενούς screening, γρήγορου screening,
διαλειμμάτων και άλλων καθηκόντων που
πρέπει να εκτελεστούν (βλέπε ενότητα
3.1). Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία ότι
η κόπωση και η ταλαιπωρία αυξάνονται
με τον χρόνο, θεωρείται καλή πρακτική
οι παραπάνω χρονικές περίοδοι να
ισχύουν για μια περίοδο 24 ωρών. Οι
διευθυντές πρέπει να είναι προσεκτικοί
στην εφαρμογή αυτών των ρυθμίσεων
εργασίας και στην παρακολούθηση της
ατομικής και εργαστηριακής απόδοσης.
Οι διευθυντές θα πρέπει επίσης να είναι
προσεκτικοί στις εργονομικές πτυχές
της μικροσκοπικής εργασίας και να
λαμβάνουν υπ’ όψιν τις αναφορές των
screeners για συμπτώματα κόπωσης.
Α. Στην σελ 10 του ίδιου
κειμένου βρίσκουμε τον ακόλουθο πίνακα
με προτεινόμενα όρια screeningπλακιδίων
Β. Στη
σελ 12 με
τίτλο 2.9.4 Rates of working and
screener output διαβάζουμε
Ο συνιστώμενος
χρόνος screening με τον οποίο εξετάζονται
τα πλακίδια όταν αποκλείονται όλα τα
άλλα καθήκοντα και διαλείμματα είναι
οκτώ πλακίδια ανά ώρα.
Το συνιστώμενο
ποσοστό ανά ώρα όταν περιλαμβάνονται
όλα τα άλλα καθήκοντα και διαλείμματα,
είναι ο μέσος όρος των πέντε πλακιδίων
ανά ώρα.
Για την διατήρηση της
δεξιότητας screening ο αριθμός των πλακιδίων
που ελέγχονται ετησίως πρέπει να είναι
μεγαλύτερος από 3000 πλακίδια
Γ. Στην σελ 15 με τίτλο
3.1.5 Working period γίνεται ο υπολογισμός.
Ο υπολογισμός των
απαιτήσεων στελέχωσης εργαστηρίου για
κυτταρολογία :
5 ώρες παρακολούθησης
για το NHSCSP με πέντε πλακίδια ανά ώρα
Υπολογισμός ανά
screener ανά ημέρα = 25 πλακίδια
Αριθμός ημερών
εργασίας ετησίως = Αριθμός ημερών
εργασίας ανά εβδομάδα × αριθμός εβδομάδων
εργασίας ετησίως = 5 × 44 = 220
Μέγιστος αριθμός
πλακιδίων που εξετάζονται ανά screener ανά
έτος = 25 × 220 = 5500
Απαιτούμενος ελάχιστος
αριθμός screeners ανά Κυτταρολογικό
Εργαστήριο = Ετήσιος φόρτος εργασίας
/ 5500
Απαιτούμενος μέγιστος
αριθμός screeners ανά Κυτταρολογικό
Εργαστήριο = Ετήσιος φόρτος εργασίας
/ 3000
2. Όσον αφορά στο
θέμα του φόρτου εργασίας για τους
ιατρούς Κυτταρολόγους
Με βάση
την οδηγία
του RCPATH με
τίτλο «Guidelines on staffing and
workload for histopathology and cytopathology
departments(4thedition)September 2015» ισχύουν
τα ακόλουθα
Στην Σελ 11 : Κυτταροπαθολογία
«Στις προηγούμενες εκδόσεις
αυτών των κατευθυντήριων γραμμών, η
βαθμονόμηση του φόρτου εργασίας
ακολουθούσε τέσσερις κατηγορίες:
• κυτταρολογία του
τραχήλου της μήτρας (12 λεπτά)
• μη γυναικολογικό
δείγμα με 1-3 πλακίδια (12 λεπτά)
• μη γυναικολογικό
δείγμα με 9 πλακίδια ή περισσότερο
(30 λεπτά).
Αυτή η ενότητα έχει τώρα
επεκταθεί και ενημερωθεί ώστε να παρέχει
μεγαλύτερη ευελιξία στην κατανομή της
βαθμονόμησης (βλ. Παράρτημα 3.3, σελ 17
παρακάτω).
Αναρροφήσεις με λεπτή
βελόνη που έχουν πραγματοποιηθεί
από τον Κυτταρολόγο πρέπει να προστεθούν
ξεχωριστά στο χρονοδιάγραμμα του
προγράμματος εργασίας»
Ενώ στην σελ. 17 βρίσκουμε
τους πίνακες
Τέλος στην οδηγία της
Βρετανικής Κυτταρολογικής Εταιρείας
(BAC) με τίτλο «Recommended code of practice for cytology
laboratories participating in the UK cervical screening programmes»
δηλ Συνιστώμενος Κώδικας Πρακτικής
για Εργαστήρια Κυτταρολογίας που
Συμμετέχουν στα Προγράμματα ελέγχου
τραχήλου μήτρας του Ηνωμένου
Βασιλείου (Οκτώβριος 2015v1)
Linkhttp://www.britishcytology.org.uk/resources/BAC-Code-Of-Practice-2015.pdf,
αναφέρονται τα ακόλουθα :
α. Σχετικά με τους επιστήμονες
υγείας / screeners κυτταρολογίας
«Για σκοπούς παρακολούθησης
της απόδοσης, το BAC συνεχίζει να
υποστηρίζει τη σύσταση προηγούμενων
κωδίκων πρακτικής δηλαδή ότι οι screeners
κυτταρολογίας πρέπει να ελέγχουν
τουλάχιστον 3000 πλακίδια ετησίως».
β. Όσον αφορά στον φόρτο
εργασίας, το BAC υποστηρίζει τους
συντελεστές εργασίας που συνιστώνται
στη δημοσίευση NHSCSP και σε μετάφραση
«οι screeners να μπορούν να
πραγματοποιήσουν με ασφάλεια την
πρωτογενή και ταχεία εξέταση screening για
έως και πέντε ώρες σε οποιαδήποτε
εργάσιμη ημέρα. Κανείς δεν πρέπει να
ξεπερνά αυτό το χρονικό διάστημα
ρουτίνας κατά την πρωτογενή ή ταχεία
εξέταση screening. Ορισμένοι screeners μπορεί
να εργάζονται σε περισσότερα από ένα
εργαστήρια. Ωστόσο, το BAC συνιστά να μην
λειτουργεί κανένας screener περισσότερο
από έξι ημέρες σε οποιαδήποτε εβδομάδα
σε αυτόν τον ρόλο»
3. Ευρώπη (πλην Μ. Βρετανίας)
Στην Ευρώπη αντίστοιχα
ισχύουν γενικά οι ακόλουθες συστάσεις
για τα Κυτταρολογικά Εργαστήρια, σύμφωνα
με τις Ευρωπαϊκές Κατευθυντήριες
Οδηγίες για τη Διασφάλιση του
Ελέγχου της Ποιότητας στο
Screening του Καρκίνου Τραχήλου
Μήτρας.
file:EUROPEAN%20GUIDELINES%20WORKLOAD%20CYTOLOGY%202007.pdf(“Cytopathology”
2007 DOI : 10.111/j.1365-2303.2007.00451.x)
Γενικές Συστάσεις για τις
απαιτήσεις του φόρτου εργασίας
εργαζόμενων σε Κυτταρολογικά Εργαστήρια
Ένας λογικός φόρτος
εργασίας με προϋποθέσεις αριθμού
πλακιδίων που εξετάζονται ανά ημέρα,
θα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε
εργαστήριο, ο οποίος εξαρτάται από τον
τύπο της παρασκευαστικής μεθόδου
(συμβατική κυτταρολογία ή κυτταρολογία
υγρής φάσης). Για τον παραπάνω υπολογισμό
θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπ’
όψιν όλα τα επιπλέον καθήκοντα των
εργαζομένων (π.χ. συμμετοχή σε ποιοτικό
έλεγχο, διοικητικές εργασίες κλπ).
Μέσα στην Ευρώπη υπάρχουν
επίσημα ανώτατα όρια φόρτου εργασίας
για την εξέταση διαλογής
(screening)των πλακιδίων για
μία ημέρα, τα οποία κυμαίνονται
από 25 έως και 80 περιπτώσεις.
Μερικές χώρες δίνουν ένα ανώτατο
όριο φόρτου εξέτασης περιστατικών ανά
ώρα , π.χ. στην Γερμανία αυτό
το όριο είναι 10 περιπτώσεις ανά ώρα.
Σύμφωνα επίσης με τις
ανωτέρω κατευθυντήριες οδηγίες
συνιστάται : Η εξέταση των πλακιδίων
διαλογής (screening)
1. να μην γίνεται για
περισσότερες από 2 ώρες χωρίς διάλλειμα
και
2.να μην υπερβαίνει τις
6 ώρες ανά ημέρα.
Η Επιτροπή (Συντακτική Ομάδα)
του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής
Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας
Χαριτίνη Νέπκα MD PhD
Μαρία Νασιουτζίκη MD PhD MIAC
Εμμανουήλ Μαστοράκης MD PhD
|
·
Οι
γυναίκες ηλικίας από 21 ετών έως και 29
ετών, να ελέγχονται ανά 3ετία, με
κυτταρολογία.
·
Οι
γυναίκες ηλικίας από 30 έως και 65 ετών, να ελέγχονται ανά 3ετία, με
συνδυασμό κυτταρολογίας και μοριακού ελέγχου HR-HPV (Co-testing).
·
Να
μην υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα
στις γυναίκες οι οποίες είναι εμβολιασμένες από εκείνες που δεν είναι
εμβολιασμένες.
·
Ο
κυτταρολογικός έλεγχος να γίνεται κατά προτίμηση με τη μέθοδο της υγρής φάσης (co-testing).
Η μέθοδος της συμβατικής κυτταρολογίας είναι εξίσου αποδεκτή (σταδιακή καθιέρωση).
·
Αναφορικά
με τις διενεργούμενες μοριακές HR-HPV εξετάσεις προτείνονται όσες είναι FDA - approved ή CE - IVD.
·
Όλα
τα Εργαστήρια που θα παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Πρόγραμμα
Προσυμπτωματικού Ελέγχου (Screening) του Καρκίνου του τραχήλου της μήτρας θα πρέπει να είναι σύμφωνα με τις επικυρωμένες
προδιαγραφές.
Ο εκσυγχρονισμός των Εργαστηρίων σύμφωνα με το πρότυπο ISO 15189 εκφράζεται ως ευχή ότι θα συμβάλλει σταδιακά στην
ποιοτική βελτίωση των παρεχόμενων διαγνωστικών υπηρεσιών.
Αρ.
Πρωτ Α1β/Γ.Π.οικ.: 26081/04-04-2017 ΑΔΑ:72ΠΑ465ΦΥΟ-3ΕΤ ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠ. ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ Ο.Ε.
Αρ. Πρωτ Α1β/Γ.Π.οικ.: 72976/16-10-2017 ΑΔΑ:72Ψ9465ΦΥΟ-ΗΣ4 ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠ. ΥΓΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ Ο.Ε.
Μαρία Νασιουτζίκη - Γενική Γραμματέας Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας
Γεώργιος Μαρκάκης - Αντιπρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Κλινική
|
-
Τα τελευταία χρόνια, το τεστ Παπανικολάου έχει προκαλέσει έντονη συζήτηση στη χώρα μας και διεθνώς με δημοσιεύσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η Ελληνική Εταιρεία Κλινικής Κυτταρολογίας ως οφείλει, επισημαίνει τα παρακάτω:
-
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το τεστ Παπανικολάου αποτελεί μια αναγνωρισμένη εξέταση πρόληψης του καρκίνου . Έχει πατέρα Έλληνα τον Γ. Παπανικολάου και αναγνωρίζει προκαρκινωματώδεις αλλοιώσεις, η θεραπεία των οποίων οδηγεί σε πλήρη ίαση. Όλες οι άλλες εξετάσεις όπως μαστογραφία, PSA έχουν ως στόχο να αναγνωρίσουν τον καρκίνο σε αρχόμενα στάδια. Αυτό είναι μια σοβαρή διαφορά του ΠΑΠ τεστ και των άλλων εξετάσεων και εκεί έγκειται η μεγάλη του αξία και σημασία.
-
Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι, σε χώρες με οργανωμένα προγράμματα πληθυσμιακού ελέγχου, το ποσοστό συχνότητας εμφάνισης και θνησιμότητας της νόσου μειώθηκε κατά 85% με την εφαρμογή του ΠΑΠ τεστ, υπό την προϋπόθεσή υψηλού ποσοστού(>70%) κάλυψης του γυναικείου πληθυσμού καταδεικνύοντας ότι, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας εμφανίζεται κατά κύριο λόγο σε γυναίκες που δεν προσέρχονται στα εν λόγω προγράμματα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο όταν χαλάρωσε το σχετικό πρόγραμμα και «κόπηκε» η τηλεφωνική υπηρεσία της υπενθύμισης της εξέτασης, μέσα σε πέντε χρόνια αυξήθηκε η εμφάνιση κρουσμάτων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
-
Κάθε χρόνο στην Ελλάδα επισήμως αναφέρονται περί τα 600 νέα κρούσματα της νόσου αν και εκτιμάται ότι ο πραγματικός αριθμός είναι μεγαλύτερος. Ωστόσο, μόλις το 30% των γυναικών ελέγχονται συστηματικά με ΠΑΠ τεστ. Η πλειονότητα των γυναικών δεν κάνει την εξέταση είτε γιατί δεν γνωρίζει τι είναι, είτε φοβάται, είτε ακόμα επειδή ντρέπεται. Ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία του ΕΟΠΥΥ:
-
Το 2012 πραγματοποιήθηκαν 142.411 ΠΑΠ τεστ σε ασφαλισμένες συνολικής δαπάνης 948.457 ευρώ. Το 2013 έγιναν 187.136 ΠΑΠ τεστ (δαπάνη 1.246.325 ευρώ).
-
Οι επίσημες κατευθυντήριες οδηγίες που έχουν ψηφιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ορίζουν ότι ο έλεγχος θα πρέπει να ξεκινάει στα 25 έτη.
-
Οι κατευθυντήριες οδηγίες που εξέδωσε το Υπουργείο Υγείας και ο ΕΟΠΥΥ ορίζουν ότι το ΠΑΠ τεστ ενδείκνυται σε γυναίκες ηλικίας 21-65 ετών ανά 3ετία με την προϋπόθεση ότι θα ακολουθείται πιστά και συντάσσονται με την πιο πρόσφατη έκδοση των αμερικανικών οδηγιών που αναφέρει ως έναρξη το 21 ο έτος. Ωστόσο, οι οδηγίες αυτές δεν είναι περιοριστικές για τους γιατρούς. Άλλωστε ο κανονισμός παροχών του ΕΟΠΥΥ προβλέπει την ετήσια αποζημίωση του τεστ ΠΑΠ, δηλαδή 13,32 ευρώ.
-
Η Ελληνική Εταιρεία Κλινικής Κυτταρολογίας συντάσσεται με τις ως άνω οδηγίες του ΕΟΠΥΥ και ειδικότερα με τις τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες διεθνών Επιστημονικών Εταιρειών, όπως American Cancer Society, American College of Obstetrics & Gynecologists, American College of Physicians, American Society of Cytopathology και άλλες, σύμφωνα με τις οποίες προτείνεται:
-
α. 21-30 ετών έλεγχος με ΠΑΠ τεστ ανά 3ετία
-
β. 30-65 ετών προτιμότερος ο συνδυαστικός έλεγχος co - testing (ΠΑΠ τεστ και HPV τεστ) ανά 3ετία ή 5ετία. ΠΑΠ τεστ μόνον ανά 3ετία είναι επίσης αποδεκτό ( Robert A . Smith , PhDCANCER J CLIN 2017;67:100– “ Cancer Screening in the United States, 2017: A Review of Current American Cancer Society Guidelines and Current Issues in Cancer Screening” ).
-
Ο συνδυαστικός έλεγχος (ΠΑΠ τεστ και HPV τεστ) προσφέρει μεγαλύτερη προστασία στην πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας διότι όπως έχει αναδειχθεί σε πρόσφατες δημοσιευμένες μεγάλες αναδρομικές μελέτες έχει μικρότερο ποσοστό ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων από ότι μόνο του το HPV τεστ ή το ΠΑΠ τεστ, δηλαδή χάνει λιγότερους καρκίνους. Ειδικότερα 18,6% των καρκίνων χάνονται με μόνον HPV test 12,2 % των καρκίνων χάνονται με μόνον ΠΑΠ τεστ και 5,5% των καρκίνων χάνονται με τον συνδυασμό ΠΑΠ τεστ και HPV test (Α. J . Blatt et alCancer Cytopathology 2015 ). HPV DNA test . Το σημαντικό στοιχείο της μελέτης των Blatt et al . είναι ότι, σε αντίθεση με πολλές άλλες και τη μελέτη ATHENA , περιέχεται στην ανάλυση μεγάλο πλήθος γυναικών με διηθητικό καρκίνο (ενδεικτικά, στη μελέτη των Blatt et al . υπήρχαν 526 περιστατικά καρκίνου ενώ στη μελέτη ATHENA μόνον 8).
-
Είναι επίσης γνωστό από την παγκόσμια βιβλιογραφία ότι υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό που κυμαίνεται από 5-30% υψηλόβαθμων προκαρκινικών αλλοιώσεων ή καρκίνου του τραχήλου της μήτρας που είναι αρνητικά στο HPV DNA τεστ ( Julia C . Gag . 2014 Aug ; 106(8), Katki HA Lancet Oncol . 2011 Jul;12(7):663-72, Silvia de Sanjose Lancet Oncol 2010; 11: 1048–56, Hopenhayn C. et al. Journal of Lower Genital Tract Disease 2014, Zhao et al. Arch Pathol Lab Med 2013, Zhao C Arch Pathol Lab Med. 2015 Feb;139(2):184-8, Li N et al. Int J. Cancer 2012, Farnsworth A. Acta Cytologica 2011, Zheng B. et al. Cancer Cytopathology 2015, de Cremoux P Am J Clin Pathol. 2003 Oct;120(4):492-9 ).
-
Τα αποτελέσματα όλων αυτών των μελετών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η χρήση του HPV DNA Test ως μοναδικής εξέτασης πρωταρχικού πληθυσμιακού ελέγχου καθίσταται σχεδόν απαγορευτική. Αναμφίβολα λοιπόν πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν εφόσον πρόκειται για ζήτημα προστασίας της δημόσιας υγείας του πληθυσμού, σε περίπτωση που καθιερωθεί ένα πρόγραμμα πρόληψης βασισμένο μόνον στο HPV τεστ. Το κόστος που θα προκύψει για το δημόσιο σύστημα από τις συνέπειες αυτού του γεγονότος θα είναι πολλαπλάσιο σε βάθος χρόνου ( Felix J et al . J 2016).
-
Επίσης, ο συνδυαστικός έλεγχος co - testing (ΠΑΠ τεστ και HPV τεστ) προτάθηκε και αποζημιώνεται ως η πλέον κατάλληλη και οικονομικά συμφέρουσα μέθοδος ελέγχου και προστασίας του πληθυσμού για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και σε χώρες της Ευρώπης όπως στη Γερμανία σε γυναίκες ηλικίας 30-65 ετών, ενώ σε γυναίκες ηλικίας 21-30 ετών το ΠΑΠ τεστ ανά έτος. Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες μέχρι σήμερα τουλάχιστον παραμένει το ΠΑΠ τεστ ως η μοναδική δοκιμασία του γυναικείου πληθυσμού για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, διότι όπως ρητά αναφέρεται στις κατευθυντήριες οδηγίες η μετατόπιση του ελέγχου από το ΠΑΠ τεστ στο HPV τεστ ως πρωταρχική δοκιμασία προϋποθέτει την ύπαρξη εθνικά οργανωμένου προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου. Εκφράζεται προβληματισμός για τα οφέλη που μπορεί να προσφέρει σε σχέση με τις βλάβες που μπορεί να προκαλέσει, οδηγώντας σε άσκοπες επεμβάσεις με ανεπιθύμητες επιπτώσεις, ψυχοφθόρες και κοστοβόρες για το δημόσιο σύστημα ειδικά στις νέες γυναίκες, δεδομένου ότι είναι γνωστό μετά βεβαιότητας, ότι ένα μικρό μόνον ποσοστό των προκαρκινικών αλλοιώσεων , ακόμα και των πιο σοβαρών (λόγω υποστροφής) εξελίσσεται σε διηθητικό καρκίνο και ότι ο τελικός στόχος ενός προγράμματος ελέγχου είναι η μείωση της συχνότητας εμφάνισης και θνησιμότητας του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
-
Στις χώρες που έχει εγκριθεί το HPV τεστ ως πρωταρχική μοναδική μέθοδος screening , αφορά τις γυναίκες > 30-35 ετών, ενώ για τις μικρότερες ηλικίες εφαρμόζεται το ΠΑΠ τεστ.
-
Σημειωτέον ότι το κόστος του συνδυαστικού ελέγχου καλύπτεται από τον ΕΟΠΥΥ και ότι ο ΕΟΠΥΥ μπορεί να κάνει διαπραγμάτευση μειώνοντας το συνολικό κόστος σε περίπτωση πληθυσμιακού ελέγχου. [Το κόστος του HPV τεστ (ΦΕΚ Β 3458/26-10-2016) είναι 80 ευρώ και το κόστος του ΠΑΠ τεστ (ΠΔ 157/1991) είναι 13,32 ευρώ που αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ].
-
Αναφορικά με την ευαισθησία του τεστ Παπανικολάου τα διεθνώς αποδεκτά ποσοστά όταν αυτό γίνεται σωστά είναι 80% (για κάθε τύπο δυσπλασίας) - 90% (για υψηλόβαθμη αλλοίωση), η δε ειδικότητα του είναι ακόμα μεγαλύτερη σε σχέση με το HPV τεστ ( Zhou H et al . Can 2016) . Σε ένα πρόγραμμα ανίχνευσης του καρκίνου δεν έχει σημασία μόνον η ευαισθησία αλλά και η ειδικότητα του τεστ ελέγχου, διότι η ανίχνευση είναι καλή μόνον όταν είναι αληθινή και δεν οδηγεί σε μη απαραίτητες επεμβάσεις με επιπλοκές (το ζητούμενο είναι η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ ευαισθησίας και ειδικότητας). Όταν ένα τεστ έχει χαμηλή ειδικότητα σημαίνει ότι ανιχνεύει παροδικές λοιμώξεις, οι οποίες θα υποστρέψουν. Συνεπώς, μπορεί να οδηγήσει σε υπερ-θεραπεία, άσκοπες θεραπευτικές επεμβάσεις, με όλες τις ανεπιθύμητες ενέργειες που αυτές μπορεί να προκαλέσουν, όπως προωρότητα, μαιευτικές επιπλοκές, επιπρόσθετο άγχος για την γυναίκα και τελικά κόστος για το δημόσιο σύστημα υγείας, εξαιτίας α) των επεμβατικών πράξεων, β) της απασχόλησης του ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού και γ) των επαναλαμβανόμενων επισκέψεων της γυναίκας στα ιατρεία, άρα και της απουσίας από την εργασία της.
-
Μελέτη που αναφέρει χαμηλά ποσοστά ευαισθησίας του ΠΑΠ τεστ χαρακτηρίζοντάς το ως «αναξιόπιστο» διενεργήθηκε από κυτταρολογικά εργαστήρια που αξιολογήθηκαν και κατατάχθηκαν στην τελευταία κατηγορία απόδοσης και αποτελεσματικότητας στον έλεγχο του πληθυσμού από τις διεθνείς Επιστημονικές Εταιρείες στις οποίες υπάγονται, σύμφωνα με τους κανόνες διασφάλισης της ποιότητας που ισχύουν (διαπιστευμένα εργαστήρια) όπως αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία ( R . M Austin et alCytojournal 2014) .
-
Εν κατακλείδι, η Ελληνική Εταιρεία Κλινικής Κυτταρολογίας εκπροσωπώντας το σύνολο των Ελλήνων Ιατρών Κυτταρολόγων ακολουθεί τις διεθνείς Οδηγίες για τον Προληπτικό έλεγχο του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας χωρίς να μεροληπτεί στην αποκλειστική εφαρμογή του Τεστ Παπανικολάου όπως διάφοροι κακόβουλοι αφήνουν να εννοηθεί, προτείνοντας ως εναλλακτική μέθοδο τον συνδυαστικό έλεγχο με σκοπό την ανίχνευση των γυναικών που διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου τραχήλου μήτρας.
-
H Ελληνική Εταιρεία Κλινικής Κυτταρολογίας έχει ένα και μοναδικό σκοπό, την προστασία της υγείας των Ελληνίδων γυναικών από τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Μοριακή διερεύνηση του ιού Human papilloma virus (HPV) στα πλαίσια του προσυμπτωματικού ελέγχου του Καρκίνου Τραχήλου Μήτρας & της διαχείρισης στην Παθολογία Τραχήλου
Κλινική χρησιμότητα του HPV testing
-
Προσυμπτωματικός έλεγχος (συνδυασμός με κυτταρολογία / cotesting ή μόνο του) για ανίχνευση υψηλόβαθμων ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων του τραχήλου ή καρκίνου
-
Διαλογή ASCUS – LSIL κυτταρολογικών ευρημάτων
-
Παρακολούθηση γυναικών μετά από κωνοειδή εκτομή για θεραπεία υψηλόβαθμων ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων ( test of cure )
Είδος Υλικού για μοριακή ανάλυση
-
Κολποτραχηλικά κυτταρολογικά επιχρίσματα που λαμβάνονται με ψήκτρα και ειδική σπάτουλα που αναδεύονται εντός του φιαλιδίου το οποίο περιέχει το μέσο μεταφοράς.
-
Το δείγμα διατηρείται στους 4oC για τις μοριακές αναλύσεις έως 6 μήνες ( Thin - Prep εγκεκριμένο από το FDA ως μέσο συλλογής δείγματος για HPV testing ).
-
Μετά το πέρας των μοριακών εξετάσεων, τα δείγματα μπορούν να διατηρηθούν σε κατάψυξη -20 oC ή βαθιά κατάψυξη -80 oC ( biobank ).
-
Όλες οι τεχνικές μοριακής βιολογίας, συμπεριλαμβανομένων της γενωμικής και πρωτεωμικής, μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κυτταρολογικά δείγματα υγρής φάσης (LBC) επιτρέποντας την διερεύνηση από το ίδιο υλικό που χρησιμοποιείται για την κυτταρολογική διάγνωση Τεστ Παπ.
-
Δείγματα μονıμοποıημένα σε φορμόλη ή αıθανόλη καı εγκλεıσμένα σε παραφίνη.
-
Το ιστολογικό δείγμα μονιμοποιείται αρχικά σε ρυθμιστικό διάλυμα φορμόλης για το μικρότερο χρονικό διάστημα (ποτέ περισσότερο από 24 ώρες).
-
Με τη χρήση μικροτόμου κόβονται 4-5 τομές 5μm και φυλάσσονται σε αποστειρωμένο σωληνάριο σε θερμοκρασία δωματίου ή ψυγείου.
HPV -σχετιζόμενοι βιοδείκτες
υπερ-έκφραση πρωτεΐνης Ρ16 : δείκτης ογκογενετικού μετασχηματισμού
πρωτεΐνη Ki-67 : δείκτης κυτταρικού πολλαπλασιασμού
Είδη HPV μοριακών δοκιμών
-
Βασισμένες σε Probes (2 με FDA -έγκριση)
-
Βασισμένες σε PCR /DNA προϊόντα (1 με FDA -έγκριση)
-
Βασισμένες σε mRNA /RNA προϊόντα (1 με FDA -έγκριση)
Κατευθυντήριες οδηγίες HPV μοριακών δοκιμών στα πλαίσια του προσυμπτωματικού ελέγχου του Καρκίνου Τραχήλου Μήτρας
Η υψηλή ευαισθησία συνεπάγεται υψηλή NPV της HPV μοριακής μεθόδου, επιτρέποντας μεγαλύτερη μεσοδιαστήματα ελέγχου σε γυναίκες με αρνητικό τεστ που είναι και οι περισσότερες στα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου.
Ωστόσο, συστήνεται κλινική ειδικότητα για CIN 2+ όχι <98% της κλινικής ειδικότητας του hc 2 σε γυναίκες ηλικίας >= 30 ετών, καθώς υψηλή ειδικότητα συνεπάγεται μείωση των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων.
-
Σε περίπτωση επιλογής της μεθόδου hc 2, η αύξηση του cut - off στα 2–3 RLU / CO οδηγεί σε αύξηση της κλινικής ειδικότητας κυρίως λόγω μείωση της διασταυρούμενης αντίδρασης της μεθόδου με τους χαμηλού κινδύνου τύπου ιού HPV .
-
Για να διασφαλιστεί μία αξιόπιστη απόδοση της Η PV μοριακής μεθόδου στην κλινική πράξη, θα πρέπει το υποψήφιο τεστ να επιτυγχάνει ενδο-εργαστηριακή αναπαραγωγιμότητα (πχ. Συμφωνία μεταξύ των αποτελεσμάτων όταν το ίδιο δείγμα επανέλεγχεται) και δια-εργαστηριακή συμφωνία όχι <87% στα πλαίσια σχημάτων εξωτερικού ελέγχου εργαστηριακής ποιότητας.
Ποια τεστ για ανίχνευση υψηλού κινδύνου τύπων του ιού HPV εκπληρούν τα κριτήρια για χρήση στα πλαίσια του προσυμπτωματικού ελέγχου του Καρκίνου Τραχήλου Μήτρας
Τεστ που πληρούν πλήρως τις Κατευθυντήριες Οδηγίες
-
Cobas 4800 HPV test
-
Abbott Real-time HR-HPV test
-
Papillocheck HPV-Screening test
-
BD Onclarity HPV Assay
-
ΑPTIMA HPV Assay (E6/E7 mRNA HR-HPV)
-
HC-2 HPV test
Τεστ που πληρούν μερικώς τις Κατευθυντήριες Οδηγίες
Προαναλυτική διαδικασία
-
Κατά την απομόνωση γενετικού υλικού από LBC θα πρέπει το δείγμα να υφίσταται φυγοκέντρηση σε >10.000 rpm για τουλάχιστον 5’, έτσι ώστε να προκύπτει ικανοποιητικό αρχικό κυτταρολογικό ίζημα από το οποίο θα πραγματοποιηθεί η σχετική απομόνωση.
-
Με την ολοκλήρωση της απομόνωσης, στο προκύπτον δείγμα απομονωμένου γενετικού υλικού θα πρέπει να πραγματοποιείται εκτίμηση της συγκέντρωσης και της καθαρότητας του δείγματος με χρήση ειδικού φωτόμετρου έτσι ώστε να κρίνεται αν το δείγμα είναι κατάλληλο για μοριακή διερεύνηση
-
Πριν την μικροτόμηση του δείγματος είναι σημαντικός ο καθαρισμός με ξυλόλη της λεπίδας που θα χρησιμοποιηθεί πριν και μετά. Με αυτό τον τρόπο θα αποφευχθεί η επιμόλυνση των δειγμάτων που κόβονται.
-
Η επιπρόσθετη παραφίνη θα πρέπει να απομακρύνεται από το δείγμα με τη χρήση δεύτερης λεπίδας.
Προδιαγραφές εργαστηριακών χώρων διεξαγωγής μοριακών δοκιμών
Η δıαδıκασία πρέπεı να πραγματοποıηθεί σε τρεις ξεχωρıστούς χώρους για την αποφυγή επιμόλυνσης των δειγμάτων με προηγούμενα πολλαπλασιασμένα προϊόντα. Κάθε χώρος πρέπει να έχει τα δικά του ταυτοποιημένα υλικά εργασίας (πιπέτες, ρύγχη , σωλήνες, γάντια κτλ.) τα οποία δεν πρέπει να μεταφέρονται σε άλλους χώρους.
-
Χώρος Pre-PCR ή Extraction Room : Αυτός είναι ο χώρος στον οποίο τα δείγματα ετοιμάζονται και το DNA απομονώνεται.
-
Χώρος PCR : Ο χώρος που προετοιμάζονται οι μοριακές αντιδράσεις PCR απουσία γενετικού υλικού.
-
Χώρος Post-PCR : Αυτός είναι ο χώρος όπου τα προϊόντα πολλαπλασιάζονται και μετά ανιχνεύονται. Το υλικό σε αυτό το χώρο δεν πρέπει να έρχεται ποτέ σε επαφή με αυτό στον χώρο pre-PCR. Μετά την εργασία στον χώρο post-PCR, πρέπει να αποφεύγεται η επιστροφή στον χώρο pre-PCR.
*Τα παραπάνω δεν αφορούν HPV μοριακές δοκιμές που είναι πλήρως αυτοματοποιημένες από την είσοδο του κυτταρολογικού υλικού μέχρι το τελικό αποτέλεσμα ανίχνευσης και τυποποίησης.
Μετα-αναλυτική διαδικασία
-
Σύντομο χρονικό διάστημα έκδοσης αποτελέσματος (turn-around time)
-
Κατάλληλη εκτίμηση του αποτελέσματος σε συνδυασμό με την κυτταρομορφολογία ή τα κολποσκοπικά ευρήματα
-
Επικοινωνία με Κλινικό Ιατρό
Βιβλιογραφία
-
US Preventive Services Task Force. Screening for Cervical Cancer: US Preventive Services Task Force Recommendation Statement. JAMA. 2018;320(7):674–686. doi:10.1001/jama.2018.10897
-
Meijer CJ, Berkhof J, Castle PE, et al. Guidelines for human papillomavirus DNA test requirements for primary cervical cancer screening in women 30 years and older. Int J Cancer. 2009;124(3):516–520. doi:10.1002/ijc.24010
-
Arbyn M., Snijders P.J.F., Meijer C.J.L.M., Berkhof J., Cuschieri K., Kocjan B.J., Poljak M. Which high-risk HPV assays fulfil criteria for use in primary cervical cancer screening? Clinical Microbiology and Infection 2015, Volume 21, Issue 9, 817 - 826
Εκ μέρους του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας
Η συντακτική ομάδα
Νασιουτζίκη Μαρία, Γενική Γραμματέας Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας
Μαρκάκης Γεώργιος, τ.Αντιπρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας
|
ΥΛΙΚΟ,
ΔΕΙΚΤΕΣ, ΜΕΘΟΔΟΙ
Η
διεύρυνση των διαγνωστικών εφαρμογών
της Κυτταρολογίας και οι αυξανόμενες
ανάγκες διερεύνησης των μοριακών/γενετικών
αλλαγών των όγκων στην κλινική πράξη,
κυρίως στα πλαίσια της ιατρικής ακριβείας,
επιβάλλουν τη χρήση των κυτταρολογικών
υλικών για τις αντίστοιχες μοριακές
δοκιμασίες. Διεθνώς, οι οδηγίες για τις
εφαρμογές μοριακών διαγνωστικών τεστ
διαμορφώνονται από επιστημονικές
εταιρείες παθολόγων – ογκολόγων (ASCO,
ESMO), παθολογοανατόμων
(CAP, ESP), καθώς
και από διεπιστημονικές εταιρείες όπως
η IASLC, ώστε να γίνουν
αποδεκτές από τα εθνικά συμβούλια
ογκολογίας με όποιον τρόπο αυτά είναι
διαμορφωμένα στις διάφορες χώρες και
να τεθούν σε εφαρμογή. Στο πλαίσιο της
ιατρικής ακριβείας, οι δείκτες πρόβλεψης
απάντησης σε στοχευτικά φάρμακα
ελέγχονται σε υλικό από τον όγκο για
την επιλογή του κατάλληλου φαρμακευτικού
μέσου για τον/την ασθενή, περιλαμβάνουν
δε πρωτεΐνες, οι οποίες ελέγχονται με
ανοσοκυτταροχημεία, και γενωμικές
αλλαγές, οι οποίες ελέγχονται σε υπόστρωμα
DNA ή RNA με
μεθόδους που βασίζονται στην PCR
ή, πιο περιορισμένα, με in
situ υβριδισμό.
Για
τους περισσότερους τύπους όγκων οι
ισχύουσες διεθνείς οδηγίες έχουν
διαμορφωθεί για την εφαρμογή μοριακών
δοκιμασιών και την αξιολόγηση μοριακών
δεικτών σε ιστολογικές τομές, τόσο από
την πλευρά της κλινικής απαίτησης όσο
και από την πλευρά της τεχνικής στο
εργαστήριο. Βεβαίως, τα κυτταρολογικά
υλικά μπορούν, και είναι απαραίτητο να
χρησιμοποιηθούν για τον μοριακό
χαρακτηρισμό των όγκων όταν δεν υπάρχει
δυνατότητα λήψης ιστικής βιοψίας .
Επί του παρόντος ωστόσο, εκτός από τον
μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα
, για τους υπόλοιπους τύπους καρκίνου
δεν υπάρχουν διεθνείς οδηγίες για τη
διαγνωστική χρήση μοριακών δεικτών για
την επιλογή στοχευτικών φαρμάκων σε
κυτταρολογικά υλικά από την πλευρά της
κλινικής, ενώ λείπει εμπεριστατωμένη
προσαρμογή του αλγορίθμου αξιολόγησης
των αποτελεσμάτων της μεθόδου από την
εργαστηριακή πλευρά, ακόμη και για
ευρέως χρησιμοποιούμενους δείκτες.
Σε
κάθε περίπτωση, για τη διαγνωστική
διερεύνηση προβλεπτικών μοριακών
δεικτών στα κυτταρολογικά υλικά ισχύει:
Η
εντολή για τη διερεύνηση του
προβλεπτικού δείκτη υποβάλλεται από
τον κλινικό γιατρό και καθορίζεται
από τις διεθνείς οδηγίες κλινικής
πρακτικής.
Η
μορφολογική εκτίμηση του κυτταρολογικού
υλικού στο οπτικό μικροσκόπιο είναι
απαραίτητη και προηγείται της
επεξεργασίας για μοριακό έλεγχο.
Το
ποσοστό και ο συνολικός αριθμός των
καρκινικών κυττάρων (tumor
cellularity, TC)
καθορίζουν την καταλληλότητα του
κυτταρολογικού δείγματος για μοριακή
διερεύνηση.
Ο
προσδιορισμός της TC
για αρκετά είδη όγκων αποτελεί εγγενές
πρόβλημα στα κυτταρολογικά υλικά.
Η
προοπτική vs.
αναδρομική διερεύνηση μοριακών
δεικτών σε κυτταρολογικό υλικό
χαρακτηρίζονται από διαφορετικά
προ-αναλυτικά χαρακτηριστικά που
επηρεάζουν την ποιότητα του μοριακού
υποστρώματος και, επομένως, το τελικό
αποτέλεσμα (Εικόνα 1).
Σε
οργανωμένο κέντρο με συνεργασία
κλινικών – ακτινολόγων - κυτταρολόγων,
η προοπτική επεξεργασία και χρήση
του κυτταρολογικού υλικού με επαρκές
ποσοστό και αριθμό καρκινικών κυττάρων
για τον προσδιορισμό συγκεκριμένων
μοριακών δεικτών είναι εξαιρετικά
αξιόπιστη για θεραπευτική καθοδήγηση.
Για
μοριακούς δείκτες οι οποίοι μπορεί
να συνυπάρχουν σε μη-κακοήθη κύτταρα
που είναι δύσκολο να διαχωρισθούν σε
υλικό αναρρόφησης, π.χ., έκφραση ER/PgR
ή υπερέκφραση/ενίσχυση HER2
στον καρκίνο του μαστού, οι οδηγίες για
την αξιολόγηση των αντίστοιχων
αποτελεσμάτων είναι απαραίτητο να
διαφοροποιηθούν ως προς τις ισχύουσες
για ιστολογικά παρασκευάσματα.
Το
είδος του κυτταρολογικού δείγματος,
η προοπτική ή αναδρομική επεξεργασία,
η TC, τα αναλυτικά
χαρακτηριστικά της μεθόδου και τα
κριτήρια αξιολόγησης του τελικού
αποτελέσματος θα πρέπει να περιλαμβάνονται
στην έκθεση της μοριακής διερεύνησης.
Εικόνα
1: Προοπτική και αναδρομική
επεξεργασία κυτταρολογικών υλικών για
τον προσδιορισμό μοριακών δεικτών για
θεραπευτική καθοδήγηση. Προτεινόμενη
διαδικασία προοπτικής διαχείρισης
υλικών και δυνατότητα προσδιορισμού
μοριακών δεικτών.
Η
αξιοπιστία της μοριακής διερεύνησης
σε κυτταρολογικά υλικά εξαρτάται από
τις δυνατότητες που προσφέρει το υλικό
για τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου
δείκτη με τη συγκεκριμένη μέθοδο.
Παρακάτω παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά
των τριών αυτών ενοτήτων σε συνάρτηση
μεταξύ τους και δίνονται κατευθύνσεις
για τον διαγνωστικό προσδιορισμό σε
κυτταρολογικά υλικά μοριακών δεικτών
που αποτελούν φαρμακευτικούς στόχους
σε συμπαγείς όγκους.
Α.
Κυτταρολογικά υλικά
Η
γνώση των εγγενών χαρακτηριστικών και
ο χειρισμός του βιολογικού υλικού
αποτελούν τη βάση για την επιτυχία του
προσδιορισμού κάθε μοριακού δείκτη,
των μοριακών δεικτών για θεραπευτική
επιλογή συμπεριλαμβανομένων.
Περιεχόμενο
σε κακοήθη κύτταρα (TC):
ο ακριβής προσδιορισμός TC
αποτελεί εγγενές πρόβλημα στα κυτταρολογικά
υλικά.
Επαρκής
TC για τις περισσότερες
PCR-based
μεθόδους θεωρείται το 20% (δηλαδή, 20%
κακοήθη κύτταρα στο σύνολο των κυττάρων
του δείγματος), ωστόσο αυτή η ανάγκη
μπορεί να μειωθεί υπό προϋποθέσεις
(Εικόνα 1). Το ποσοστό
αυξάνεται όσο χειρότερης,
και μειώνεται όσο καλύτερης ποιότητας
είναι το μοριακό υπόστρωμα που
απομονώνουμε, όπως ισχύει και για τα
ιστολογικά παρασκευάσματα .
Για
τις περισσότερες in
situ μεθόδους
(ανοσοκυτταροχημεία – FISH)
απαιτείται συνολικός αριθμός
τουλάχιστον 100 κακοήθων κυττάρων για
την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων.
Δείγματα
παρακέντησης με λεπτή βελόνα (FNA),
ιδίως όταν η βιοψία είναι καθοδηγούμενη
απεικονιστικά, συνήθως περιέχουν
μεγαλύτερο αριθμό καρκινικών κυττάρων.
Ταυτοποίηση
κακοήθων κυττάρων: απαιτείται ο
αποκλεισμός μη-κακοήθων κυττάρων για
την αξιολόγηση όλων των δεικτών
(διαγνωστικό κυτταρολογικό πρόβλημα
κατά περίπτωση). Κλασσικό παράδειγμα,
η ανάγκη αποκλεισμού in
situ ή ποικίλλων προκαρκινικών
βλαβών σε FNA από καρκίνο
μαστού. Σε αυτές τις
περιπτώσεις μπορεί ο έλεγχος να
συμπληρωθεί με ανοσοκυτταροχημεία για
μυοεπιθηλιακούς δείκτες ώστε να
αποκλεισθούν οι συγκεκριμένες αλλοιώσεις
από την καταμέτρηση των καρκινικών
κυττάρων.
Κυτταρολογικό
αρχείο: Επίσης εγγενές πρόβλημα των
κυτταρολογικών υλικών είναι η δυσκολία
δημιουργίας αρχείου με
διαγνωστικό υλικό αντίστοιχο με αυτό
που χρησιμοποιήθηκε για την αρχική
διάγνωση. Το κυτταρολογικό αρχείο
περιλαμβάνει υποχρεωτικά τα βαμμένα
διαγνωστικά πλακίδια.
Cell
block
Η
παρασκευή cell block
δίνει τη δυνατότητα της επ’ άπειρον
αποθήκευσης του κυτταρολογικού υλικού
(όπως και στους κύβους παραφίνης [FFPE]
των ιστολογικών παρασκευασμάτων). Δεν
πρόκειται για ιστολογικό παρασκεύασμα,
αρχειοθετείται όμως με τον ίδιο τρόπο.
Η παρασκευή του όμως προϋποθέτει την
ύπαρξη επαρκούς ποσότητας υλικού.
Οι
μεταβολές που υφίστανται τα βιομόρια
κατά την επεξεργασία και αποθήκευση
σε cell block
είναι παρόμοιες με αυτές των FFPE
ιστών. Ωστόσο, καθώς ο χρόνος παραμονής
στη φορμόλη είναι σχετικά μικρότερος
από τα ιστολογικά, η διατήρηση των
βιομορίων γενικά υπερέχει στο cell
block.
Δυνατότητα
περισσότερο αξιόπιστου προσδιορισμού
TC για το δείγμα σε σύγκριση
με τα επιστρωμένα πλακίδια με οποιαδήποτε
μέθοδο.
Η
αξιολόγηση της TC γίνεται
σε τομές Η&Ε, προφανώς πριν και
όχι μετά την επεξεργασία για μοριακή
ανάλυση
Προσοχή:
η TC στο cell
block δεν αντιστοιχεί
απαραίτητα στην TC του
συνοδού δείγματος που επεξεργαζόμαστε
σε υγρή φάση (LBC)
Τομές
cell block:
ιδανικές για την εφαρμογή in
situ μεθόδων, ειδικά
όταν υπάρχει επάρκεια TC.
Τομές
4 – 10μm χρησιμοποιούνται
για την απομόνωση DNA/RNA
για PCR-based
μεθόδους
H
μακροεκτομή ή μικροεκτομή με laser
(η οποία δεν εφαρμόζεται ευρέως) γίνονται
με βάση την αξιολόγηση της τομής Η&Ε
από τις χοντρές άβαφες τομές για
εμπλουτισμό του δείγματος σε DNA/RNA
από κακοήθη κύτταρα.
Cell
blocks μπορούν να προέρχονται από δείγματα
φρέσκα με ή χωρίς (σε ROSE
- ταχεία αξιολόγηση κυτταρολογικού
υλικού) φυσιολογικό ορό (υπό την
προϋπόθεση άμεσης αποστολής στο
Κυτταρολογικό Εργαστήριο) ή μονιμοποιημένα
σε φορμόλη ή αιθανόλη ή αλκοολούχο
μονιμοποιητικό διάλυμα υγρής φάσης ή
αυτοματοποιημένη τεχνική (Cellient). Η
τεχνική μονιμοποίησης σε φορμόλη
(φυγοκέντρηση, απόρριψη του υπερκείμενου
και εγκλεισμός του ιζήματος σε “collodion
bag”) υπερτερεί σε σχέση
με τις υπόλοιπες μεθόδους (υλικό σε
φυσιολογικό ορό και πήξη με την τεχνική
πλάσματος-θρομβίνης, υλικό σε φορμόλη
και πήξη με την τεχνική histogel
κ.λπ.). Μετά την επεξεργασία τους,
όλα τα CBs θα πρέπει να
τοποθετούνται σε φορμόλη.
«Υγρά»
κυτταρολογικά υλικά
Η
κυτταρολογία υγρής φάσης (LBC)
δίνει τη δυνατότητα πρόσκαιρης
αποθήκευσης του κυτταρολογικού
δείγματος. Ο χρόνος 6 μηνών (μέχρι και
12 μήνες) είναι γενικά αποδεκτός για τη
χρήση του υλικού LBC για
περαιτέρω έρευνα.
Η
αναδρομική χρήση επιστρωμένων βαμμένων
πλακιδίων για μοριακή διερεύνηση
εμπεριέχει πολλά προβλήματα που κάνουν
τη διαδικασία αναξιόπιστη και συχνά
μάταιη. Τα προ-αναλυτικά θέματα
περιγράφονται αναλυτικά στην πρόσφατη
βιβλιογραφία .
Προτείνεται
η χρήση non-frosted αντικειμενοφόρων πλακιδίων
συγκριτικά με frosted πλακίδια καθώς
παρέχεται μεγαλύτερη ευκολία στην
αποκόλληση των επιστρωμένων κυττάρων
που θα επιλεγούν για απομάκρυνση (μακρο-
ή μικροεκτομή) και απομόνωση DNA.
(να σημειωθεί ότι για την ανοσοκυτταροχημεία
και τον in situ
υβριδισμό προτιμώνται τα frosted
πλακίδια, γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις
δεν είναι επιθυμητή η αποκόλληση των
κυττάρων κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας
τους.)
H
προσθήκη μικρής ποσότητας διαλύματος
κυτταρικής λύσης (lysis buffer) στην επιφάνεια
του επιχρίσματος, διευκολύνει τη
διαδικασία κυτταρικής απόξεσης για
μοριακή ανάλυση.
Προοπτική
διαχείριση κυτταρολογικού υλικού
για εξασφάλιση δυνατότητας μοριακής
διερεύνησης: Στην Εικόνα
1 προτείνεται η προοπτική
δημιουργία αρχείου του κυτταρικού
περιεχομένου του δείγματος σε pellet
(μετά από κατάλληλη επεξεργασία και
φυγοκέντρηση) που διατηρούνται σε
σωληνάρια σε βαθιά κατάψυξη (-80ο
C).
Τα
δείγματα αυτά διατηρούνται σχεδόν επ’
άπειρο και μπορούν να χρησιμοποιηθούν
μελλοντικά για την απομόνωση DNA/RNA
και εφαρμογή PCR-based
μεθόδων, σε σύγκριση με την κυτταρομορφολογία
στα αρχειοθετημένα διαγνωστικά
πλακίδια και σε συσχέτιση με την
TC που έχει
προσδιορισθεί στο διαγνωστικό δείγμα.
Εύλογα,
η ποιότητα του μοριακού υποστρώματος
που προκύπτει από τα δείγματα αυτά
είναι άριστη, η επεξεργασία τους
τεχνικά είναι στάνταρντ σε κάθε μοριακό
εργαστήριο, και το σημείο – κλειδί
είναι η TC, που θα
πρέπει να έχει προσδιορισθεί κατά τη
λήψη του κυτταρολογικού υλικού.
Η
πρακτική αυτή θα συντελέσει στην
αξιοποίηση του κυτταρολογικού υλικού
για τη διερεύνηση μοριακών δεικτών
εφόσον υπάρξει μελλοντική ανάγκη.
Απευθείας
επιχρίσματα και γενικά αρχειοθετημένα
πλακίδια, που έχουν χρησιμοποιηθεί
για τη διάγνωση
Αποτελούν
μία εναλλακτική πηγή υλικού σε περιπτώσεις
cell-block ανεπαρκούς κυτταροβρίθειας, μετά
από μικροεκτομή (micro-dissection/LCM/cell transfer).
Προτείνεται
η χρήση non-frosted αντικειμενοφόρων πλακιδίων
συγκριτικά με frosted πλακίδια καθώς
παρέχεται μεγαλύτερη ποσότητα DNA.
H
προσθήκη μικρής ποσότητας διαλύματος
κυτταρικής λύσης (lysis buffer) στην επιφάνεια
του επιχρίσματος, διευκολύνει τη
διαδικασία κυτταρικής απόξεσης για
μοριακή ανάλυση.
Επιχρίσματα
μονιμοποιημένα με αιθανόλη ή ξεραμένα
στον αέρα παρέχουν εξίσου υψηλής
ποιότητας DNA ανεξαρτήτως τεχνικής
χρώσεως (Diff-Quick, Παπανικολάου), αν και η
χρώση Diff-Quick προτιμάται σε περιπτώσεις
που έχει προηγηθεί μεγάλης διάρκειας
αποθήκευση των επιχρισμάτων (γιατί???).
Προφανώς,
το αρχείο αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί
για εφαρμογή in
situ μεθόδων (ICC,
FISH). Επιχρίσματα
ξεραμένα στον αέρα (μη μονιμοποιημένα)
ΔΕΝ μπορούν να χρησιμοποιηθούν για
εφαρμογή in situ
μεθόδων (ICC, FISH).
Ψηφιοποίηση
κυτταρολογικού μορφολογικού αρχείου
Για
ιατρονομικούς λόγους, σε περίπτωση
ύπαρξης επίσης μοναδικού επιχρίσματος
που περιέχει την πλειονότητα των
νεοπλασματικών κυττάρων κατάλληλων
για μοριακή ανάλυση, κρίνεται επιβεβλημένη
η ψηφιακή καταχώρηση των αποδεικτικών
νεοπλασματικών ευρημάτων.
Η
δημιουργία ψηφιακού κυτταρολογικού
αρχείου (digital
cytology) θα μπορούσε
να συμβάλει τα μάλα (εκτός από τα γενικά
πλεονεκτήματα αυτής της πρακτικής για
τη διάγνωση) και στην προοπτική αξιολόγηση
της TC και στην αναδρομική
αξιολόγηση του υλικού για μοριακή
διερεύνηση, εφόσον παράλληλα λειτουργεί
η προοπτική διαχείριση που προτείνεται
στην Εικόνα 1.
Β.
Διαγνωστικοί μοριακοί δείκτες για την
πρόβλεψη απάντησης σε θεραπευτικά μέσα
Πρωτεϊνική
έκφραση: Οι πρωτεΐνες που λειτουργούν
παθολογικά στον όγκο αποτελούν τον κατ’
εξοχήν φαρμακευτικό στόχο. Η παθολογική
λειτουργία μπορεί να έχει ως βάση
γενωμικές αλλαγές (μεταλλάξεις,
χρωμοσωμικές μεταθέσεις, γονιδιακή
ενίσχυση) ή υπερέκφραση λόγω διαταραχής
της ρύθμισης του ελέγχου της γονιδιακής
λειτουργίας και της μεταφραστικής
διαδικασίας.
Απαιτούμενο:
επαρκής ταυτοποίηση των κακοήθων
κυττάρων για αξιολόγηση και αποκλεισμός
των μη-κακοήθων κυττάρων που πιθανόν
εμφανίζουν θετικότητα για τον ίδιο
πρωτεϊνικό δείκτη, π.χ., ER/PgR/HER2
σε καρκινώματα μαστού.
Αξιολογούνται:
Η
έκφραση της πρωτεΐνης σε κακοήθη
κύτταρα, π.χ., ER/PgR
σε καρκινώματα μαστού.
Η
υπερέκφραση της πρωτεΐνης σε κακοήθη
κύτταρα, π.χ., HER2 σε
καρκινώματα μαστού.
Η
έκτοπη έκφραση υβριδικής πρωτεΐνης
(προϊόν χρωμοσωμικής μετάθεσης /
ανασυνδυασμού, βλ. παρακάτω), ακόμη κι
αν το αντίσωμα που ανιχνεύει την πρωτεΐνη
δεν είναι ειδικό για το προϊόν του
υβριδικού γονιδίου που αποτελεί τον
δείκτη για τα φάρμακα. Χαρακτηριστικά
παραδείγματα, η παρουσία ALK,
ROS1 σε μη-μικροκυτταρικά
καρκινώματα πνεύμονα.
Γονιδιακή
ενίσχυση: αύξηση του αριθμού γονιδιακών
αντιγράφων που σχετίζονται με θεραπευτική
επιλογή.
Μεταλλάξεις:
αλλαγή στη νουκλεοτιδική αλληλουχία
του DNA που αφορά σε
αντικατάσταση μεμονωμένων βάσεων, ή
προσθήκες / ελλείψεις μικρού αριθμού
βάσεων.
Στα
κυτταρολογικά υλικά αξιολογείται η
παρουσία / απουσία της μετάλλαξης (ΝΑΙ
/ ΟΧΙ, ποιοτικός προσδιορισμός). Αξιολόγηση
του φορτίου μετάλλαξης στο δείγμα (VAF)
προς το παρόν δεν συνιστάται.
Ο
έλεγχος γίνεται σε DNA,
απαιτείται ταυτοποίηση της νουκλεοτιδικής
αλλαγής και, στα κυτταρολογικά υλικά,
γίνεται αυστηρά με extract-based
μεθόδους (Βλ ενότητα Γ παρακάτω).
Επί
του παρόντος, έλεγχος στα κυτταρολογικά
υλικά γίνεται για μεταλλάξεις με
αποδεδειγμένη κλινική σημασία (οδηγοί
ανάπτυξης όγκου, drivers)
για την καθοδήγηση θεραπευτικής επιλογής
(actionable mutations)
Ο
έλεγχος EGFR μεταλλάξεων
(εξόνια 18, 19, 20, 21) στον μη-μικροκυτταρικό
καρκίνο του πνεύμονα περιλαμβάνεται
πλέον στις κλινικές οδηγίες και για τα
κυτταρολογικά υλικά
Βεβαίως,
εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για
TC και ποιότητα DNA,
ο έλεγχος μπορεί να γίνει σε κυτταρολογικό
υλικό για οποιαδήποτε actionable
μετάλλαξη για θεραπευτική επιλογή.
Χρωμοσωμικές
μεταθέσεις / ανασυνδυασμοί: ανιχνεύουμε
την αλλαγή θέσης χρωμοσωμικών τμημάτων
με αποτέλεσμα τη δημιουργία υβριδικού
γονιδίου, το προϊόν του οποίου λειτουργεί
ως οδηγός της αύξησης του όγκου και
αποτελεί φαρμακευτικό στόχο.
Χαρακτηριστικά
παραδείγματα είναι και πάλι οι μεταθέσεις
ALK, ROS1, NRTK
σε καρκινώματα πνεύμονα.
Εκτός
από την καθοδήγηση της θεραπευτικής
επιλογής, αυτού του τύπου οι γενωμικές
αλλαγές αποτελούν διαγνωστικό εργαλείο
για πολλούς τύπους όγκων, κυρίως μαλακών
μορίων και λεμφωμάτων (signature
translocations).
Εφόσον
δεν υπάρχει ιστολογικό υλικό και
εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις
επάρκειας TC, είναι
δυνατός ο διαγνωστικός προσδιορισμός
χρωμοσωμικών μεταθέσεων σε υλικό FNA,
π.χ., signature translocations
σε σαρκώματα / λεμφώματα που ενδέχεται
να αποτελούν φαρμακευτικούς στόχους
(π.χ., ALK μεταθέσεις σε
φλεγμονώδεις μυοϊνοβλαστικούς όγκους).
Φορτίο
μεταλλάξεων όγκου (tumor
mutational burden,
TMB): προσδιορίζεται
με NGS (next
generation sequencing)
και αντιστοιχεί στον αριθμό μεταλλάξεων
ανά Mb (megabase,
10^6 βάσεις). O δείκτης έχει
ενδιαφέρον για την πρόβλεψη απάντησης
σε ανοσοθεραπευτικά αντισώματα και
βρίσκεται υπό αξιολόγηση σε ιστολογικά
υλικά και σε cfDNA, αλλά όχι
ακόμη σε κυτταρολογικά υλικά. Προφανώς
δεν θα είναι αξιόπιστος ο προσδιορισμός
σε αρχειοθετημένα πλακίδια.
Γ.
Μοριακές μέθοδοι για προβλεπτικούς
δείκτες στην Κυτταρολογία
Οι
μέθοδοι που εφαρμόζονται στη διαγνωστική
για τη διερεύνηση μοριακών δεικτών σε
κυτταρολογικά υλικά ομαδοποιούνται
βασικά σε 2 κατηγορίες:
Γ.1.
Μέθοδοι in situ:
ανοσοκυτταροχημεία και εφαρμογές in
situ υβριδισμού (κυρίως
FISH).
Οι
διαγνωστικές in situ
μέθοδοι ανιχνεύουν ένα μοριακό δείκτη
ανά αντίδραση (το πολύ δύο)
Ανοσοκυτταροχημεία
(ICC)
Ως
μέθοδος, η ICC χρησιμοποιείται
ευρέως για την κατάδειξη της έκφρασης
πρωτεϊνών μέσα στα κύτταρα, αλλά πρέπει
να προτυποποιείται στο κάθε εργαστήριο
για τον κάθε δείκτη που ελέγχεται.
Επιβάλλεται
η χρήση αντισωμάτων ή και αντιδραστηρίων
με έγκριση για διαγνωστική χρήση (IVD)
Καταλληλότερο
υλικό για την ICC είναι το
cell-block,
εφόσον υπάρχει διαθέσιμο, ειδικά για
δείκτες όπου η αξιολόγηση περιλαμβάνει
προσδιορισμό % σε συγκεκριμένο αριθμό
κακοήθων κυττάρων
Εφόσον
δεν υπάρχει cell block,
η εφαρμογή ICC για
φαρμακευτικούς δείκτες θα πρέπει να
προβλέπεται και να πραγματοποιείται
στο επιστρωμένο παρασκεύασμα στην αρχή
της διαγνωστικής διαδικασίας. Πλακίδια
LBC μπορεί να επιστρωθούν
για την εφαρμογή ICC δεικτών
αξιόπιστα κατά τους 3 πρώτους μήνες
αποθήκευσης, πρακτικά μέχρι και 6μηνο,
κατά ορισμένους μέχρι και 12 μήνες
Το
περιεχόμενο σε κακοήθη κύτταρα και ο
αποκλεισμός μη-κακοήθων θετικών κυττάρων
καθορίζουν την αξιοπιστία του
αποτελέσματος
Πρωτεϊνικοί
δείκτες που αποτελούν προϊόντα μετάθεσης
μπορούν να αξιολογηθούν και σε επιστρωμένα
πλακίδια ή πλακίδια υγρής φάσης (
απαραίτητα μονιμοποιημένα ή σε αιθανόλη
ή σε μεθανόλη) π.χ., ALK στον
μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα.
Εφόσον
υπάρχουν, εφαρμόζονται υποχρεωτικά τα
συνοδευτικά διαγνωστικά τεστ (companion
diagnostic tests,
CDTs) με τις προτεινόμενες
τροποποιήσεις σε σχέση με τα ιστολογικά,
π.χ., PD-L1
για pembrolizumab στον
μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα,
σε τομές cell block
με TC >50%
. Λόγω της επιτακτικής κλινικής ανάγκης,
η ανάγκη για την προτυποποίηση του
αποτελέσματος και σε υλικό κυτταρολογικής
λήψης επείγει.
Οι
ισχύουσες οδηγίες για δείκτες με
θετικότητα σε % συγκεκριμένου αριθμού
κακοήθων κυττάρων ΠΡΕΠΕΙ να τροποποιηθούν
για χρήση σε κυτταρολογικά υλικά.
Προσδιορισμός
μεταλλαγμένων πρωτεϊνών με ειδικά
αντισώματα, π.χ., για τις πιο συχνές
μεταλλάξεις EGFR (exon
19 del, L858R
) ή BRAF V600E
δεν συνιστάται προς το παρόν
(παρά το αντίθετο δημοσιευμένο
συμπέρασμα ), κυρίως σε κυτταρολογικά
υλικά, για την καθοδήγηση θεραπευτικής
επιλογής.
Φθορίζων
in situ
υβριδισμός (FISH)
και οι παραλλαγές του
Η
μέθοδος χρησιμοποιείται για την
κατάδειξη της ακεραιότητας και του
αριθμού αντιγράφων χρωμοσωμικών
τμημάτων σε μεσοφασικούς πυρήνες
κακοήθων κυττάρων.
Δείκτες
για τους οποίους υπάρχουν συστήματα
IVD για τον προσδιορισμό
των παραπάνω χρωμοσωμικών αλλαγών
μπορούν να προσδιορισθούν σε κυτταρολογικό
υλικό, κυρίως σε τομές cell
block (παρότι ο πυρήνας
παρουσιάζεται σε τομές, ενώ στο
επιστρωμένο υλικό είναι ολόκληρος) για
τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Συστήματα
IVD υπάρχουν για μεγάλο
αριθμό δεικτών χρωμοσωμικών μεταθέσεων,
καθώς και για ζεύγη ή τριπλέτες
γονιδίου/κεντρομεριδίου για τον
προσδιορισμό της αντίστοιχης γονιδιακής
ενίσχυσης.
Η
μέθοδος είναι αποδεκτή για τον
προσδιορισμό μεταθέσεων ALK
σε μη-μικροκυτταρικό καρκίνο πνεύμονα
και χρησιμοποιείται για την τυποποίηση
νεοπλασμάτων του αιμοποιητικού και
σαρκωμάτων
Εφόσον
απαιτείται, μπορεί να χρησιμοποιηθεί
για την κατάδειξη γονιδιακής ενίσχυσης,
κυρίως για ERBB2 (HER2)
σε καρκινώματα μαστού. Ωστόσο, για τον
ίδιο δείκτη, οι εφαρμογές CISH
/ SISH για γονιδιακή ενίσχυση,
οι οποίες διεθνώς χρησιμοποιούνται σε
ιστολογικές τομές, δεν μπορούν να έχουν
αξιόπιστη εφαρμογή σε κυτταρολογικά
παρασκευάσματα, πλην εργαστηρίων που
έχουν επικυρώσει τη μέθοδο CISH
σε κυτταρολογικά παρασκευάσματα υγρής
φάσης.
Οι
εφαρμογές της μεθόδου ποικίλλουν
Ωστόσο,
η επιλογή των πυρήνων για αξιολόγηση,
ακόμη και σε τομές cell-block,
απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη εμπειρία απ’
ότι σε ιστολογικές τομές. Παρόμοια
ισχύουν για την καταμέτρηση του αναγκαίου
αριθμού πυρήνων που είναι απαραίτητοι
για την αξιολόγηση του δείκτη.
Επιπλέον,
ο FISH έχει μεγαλύτερο
κόστος από την ICC και
απαιτεί εξειδικευμένη υποδομή.
Γ.2.
Μέθοδοι που περιλαμβάνουν εξ ολοκλήρου
ή σε κάποιο στάδιο PCR
(PCR-based)
σε εκχυλίσματα DNA/RNA
(extract-based):
Περιλαμβάνουν
αντιδράσεις που χρησιμοποιούν μία ή
περισσότερες πολυμεράσες ποικίλου
πλέον τύπου και δυνατοτήτων, για να
εμπλουτίσουν το μοριακό υπόστρωμα με
τους γενωμικούς στόχους που μας
ενδιαφέρουν, ώστε να μπορούμε να τους
αναλύσουμε. Πρακτικά, όλες οι μέθοδοι
που αναλύουν το DNA σε
επίπεδο νουκλεοτιδίου περιλαμβάνουν
κάποιο στάδιο ενίσχυσης του γενωμικού
στόχου με πολυμεράση.
Ανιχνεύουν
αλλαγές στην αλληλουχία του DNA
και γενωμικές μεταθέσεις, και τελευταία,
αριθμό γονιδιακών αντιγράφων με άμεσο
(ανάλυση αλληλουχίας) ή έμμεσο (στοχευμένη
ανάλυση μεταλλάξεων) τρόπο.
Κυριότεροι
τύποι είναι:
απλή
ή πολλαπλή κλασσική PCR
και ηλεκτροφόρηση (σπάνια για
φαρμακευτικούς δείκτες),
real
time PCR και
οι άπειρες παραλλαγές της:
διαφορετικοί
τύποι ανιχνευτών (hybridization,
Taqman-MGB,
Scoprions, etc
etc) με διαφορετική
ευαισθησία – ειδικότητα για την
στοχευμένη ανίχνευση συγκεκριμένων
μεταλλάξεων,
χωρίς
χρήση ανιχνευτών (HRM)
με
ενίσχυση του στόχου υπό διερεύνηση
πριν τον πολυμερισμό η οποία αυξάνει
εξαιρετικά την ευαισθησία (digital
droplet PCR,
BEAMing),
με
απόκτηση άδειας ως companion
diagnostic (π.χ., COBAS
EGFR mutation
test v2)
ανίχνευση
προϊόντων έκφρασης υβριδικών γονιδίων
(υπόστρωμα RNA, σπάνια
χρήση για φαρμακευτική επιλογή)
όλες
οι μέθοδοι ανάλυσης αλληλουχίας: Sanger
sequencing (dd-sequencing,
cycle sequencing),
pyrosequencing, next
generation sequencing
(NGS), κυρίως το ευρέως
πλέον χρησιμοποιούμενο panel
of targeted NGS
(ειδικά το σύστημα με ημιαγωγούς) αλλά
και το whole genome
ή exome sequencing
Όλες
οι PCR-based
μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε
κυτταρολογικά υλικά με την προϋπόθεση
ότι:
το
κυτταρολογικό υλικό θα περιέχει τον
προτεινόμενο για την ευαισθησία της
μεθόδου ελάχιστο αριθμό ή % κακοήθων
κυττάρων
το
κυτταρολογικό υλικό θα έχει υποστεί
κατάλληλη επεξεργασία για την απομόνωση
καλής ποιότητας / επαρκούς ποσότητας
μοριακού υποστρώματος. (απαραίτητος
έλεγχος ποιότητας μοριακού υποστρώματος)
ο
μοριακός δείκτης που ψάχνουμε μπορεί
επαρκώς να ανιχνευθεί με τη μέθοδο που
επιλέγουμε στο υλικό που εξετάζουμε
(μοριακό υπόστρωμα με γνωστή προέλευση
όσον αφορά την TC)
Ευνόητο
ότι, όσο πιο άμεσα (=πιο κοντά στη λήψη)
επεξεργαστούμε το κυτταρολογικό υλικό
για την εκχύλιση μοριακού υποστρώματος,
τόσο καλύτερης ποιότητας DNA/RNA
θα πάρουμε (λογική για την πρόταση
προοπτικής επεξεργασίας στην Εικόνα
1).
Η
ευαισθησία των PCR-based
μεθόδων στην ανίχνευση των υπό διερεύνηση
γενωμικών αλλαγών συναρτάται άμεσα
από την ποσότητα, αλλά κυρίως από
την ποιότητα του μοριακού υποστρώματος
Συνολική
αποτίμηση και συμπεράσματα
Οι
ανάγκες για τη διερεύνηση μοριακών
δεικτών σε κυτταρολογικά υλικά αυξάνονται
και, ως Κυτταρολόγοι, θα πρέπει να
προσαρμόσουμε την πρακτική μας σ’ αυτές
. Η γνώση του σωστού χειρισμού των
κυτταρολογικών υλικών από μέρους μας,
ώστε να είναι χρήσιμα για περαιτέρω
μοριακή ανάλυση, είναι θεμελιώδους
αξίας, ακόμη και αν οι εξετάσεις αυτές
δεν διενεργούνται στο δικό μας εργαστήριο.
Οι εγγενείς περιορισμοί των
κυτταρολογικών υλικών δεν αποκλείουν
τη χρήση τους για τον προσδιορισμό
μοριακών δεικτών για θεραπευτικές
επιλογές. Το επείγον και απαραίτητο για
τη σωστή διερεύνηση των μοριακών δεικτών
είναι το πώς-πότε-γιατί στην επεξεργασία
των κυτταρολογικών υλικών. Πέρα από τις
επιπλέον γνώσεις που απαιτούνται για
το σύνολο του προσωπικού που απασχολείται
στο Κυτταρολογικό Εργαστήριο, και τα
όσα αναφέρθηκαν για κάθε υλικό – δείκτη
– μέθοδο, χρήσιμα για την αλλαγή της
πρακτικής στο Κυτταρολογικό Εργαστήριο
προς την εδραίωση της μοριακής διαγνωστικής
είναι:
Η
αξιολόγηση κόστους / οφέλους στην
επιλογή των μεθόδων διαχείρισης του
υλικού
Η
βελτίωση των μεθόδων λήψης του υλικού
(διεπιστημονικό αντικείμενο)
Η
πραγματοποίηση του συνόλου της
διαδικασίας (λήψη υλικού στην κλινική
– επεξεργασία στο κυτταρολογικό
εργαστήριο) σε οργανωμένο κλινικό
κέντρο
Η
παρασκευή cell
block κατά το δυνατόν
Η
διαπίστευση του εργαστηρίου για τη
διαχείριση του υλικού και την εφαρμογή
in situ μεθόδων
Η
βελτίωση της δυνατότητας προσδιορισμού
της TC στα
κυτταρολογικά υλικά
Η
διαπίστευση του εργαστηρίου για τον
αξιόπιστο προσδιορισμό μοριακών δεικτών
με in situ
μεθόδους (ICC / FISH
κ.τ.λ.) – συμμετοχή σε ελέγχους ποιότητας
(EQA)
Η
πρόβλεψη για πιθανή ανάγκη χρήσης
PCR-based
μεθόδων και η κατάλληλη επεξεργασία
προς τον σκοπό αυτό
Η
διαρκής αξιολόγηση των μεθόδων απομόνωσης
DNA / RNA που
θα χρησιμοποιηθούν για PCR-based
μεθόδους
Η
κατανόηση ότι η εφαρμογή PCR-based
μεθόδων αποτελεί διακριτή ενότητα της
εργαστηριακής πρακτικής και χρήζει
ανάλογης υποδομής και εξειδίκευσης.
Εκείνο που χρειάζεται να αποδίδει το
Κυτταρολογικό Εργαστήριο είναι DNA
(και RNA) κατά το
δυνατόν υψηλής ποιότητας με γνωστό
περιεχόμενο Tumor
Cellularity (TC)
Η
επιλογή της μεθόδου διερεύνησης θα
πρέπει να γίνεται με βάση τις διεθνείς
οδηγίες (εφόσον υπάρχουν) και τις
αποζημιώσεις από το Σύστημα Υγείας,
και να εξατομικεύεται με βάση τις
δυνατότητες του εργαστηρίου, του
κυτταρολογικού δείγματος, και του
κόστους/οφέλους της εφαρμογής
Όταν
απαιτείται προσδιορισμός πολλαπλών
δεικτών με διαφορετικές μεθόδους, θα
πρέπει να αξιολογηθεί το κόστος/όφελος
των εφαρμογών αυτών για ένα μόνο δείκτη
ανά αντίδραση ανά μέθοδο σε σύγκριση
με τις διαπιστευμένες πλέον για την
απόδοσή τους εφαρμογές NGS
που αποδίδουν πληροφορίες για πληθώρα
σημαντικών γενωμικών αλλαγών για
θεραπευτική επιλογή.
Η
παρακολούθηση του διεθνούς γίγνεσθαι
και των διεθνών οδηγιών ως προς τους
μοριακούς δείκτες για θεραπευτική
επιλογή
Η
συμμετοχή των εργαστηρίων σε εθνικές
και διεθνείς επιστημονικές ομάδες.
Σε
συνεργασία με τις υπόλοιπες διαγνωστικές
ειδικότητες και οπωσδήποτε με τις
κλινικές ειδικότητες μπορούμε να
βελτιστοποιήσουμε τον έλεγχο των
κυτταρολογικών υλικών για μοριακούς
δείκτες που καθοδηγούν θεραπευτικές
επιλογές προς όφελος των ασθενών, που
είναι το ζητούμενο σε κάθε ιατρική
πρακτική.
Βιβλιογραφία
1. Personalized,
genotype-directed therapy for advanced non-small cell lung cancer
2. Lindeman
NI, Cagle PT, Aisner DL, Arcila ME, Beasley MB, Bernicker EH,
Colasacco C, Dacic S, Hirsch FR, Kerr K
et al: Updated
Molecular Testing Guideline for the Selection of Lung Cancer Patients
for Treatment With Targeted Tyrosine Kinase Inhibitors: Guideline
From the College of American Pathologists, the International
Association for the Study of Lung Cancer, and the Association for
Molecular Pathology. Archives
of pathology & laboratory medicine 2018,
142(3):321-346.
3. Jain
D, Roy-Chowdhuri S: Molecular Pathology
of Lung Cancer Cytology Specimens: A Concise Review.
Archives of pathology & laboratory
medicine 2018, 142(9):1127-1133.
4. Fassan
M: Molecular Diagnostics in Pathology:
Time for a Next-Generation Pathologist?
Archives of pathology & laboratory
medicine 2018, 142(3):313-320.
5. da
Cunha Santos G, Saieg MA, Troncone G, Zeppa P: Cytological
preparations for molecular analysis: A review of technical
procedures, advantages and limitations for referring samples for
testing. Cytopathology
2018, 29(2):125-132.
6. Kalemkerian
GP, Narula N, Kennedy EB, Biermann WA, Donington J, Leighl NB, Lew M,
Pantelas J, Ramalingam SS, Reck M et al:
Molecular Testing Guideline for the
Selection of Patients With Lung Cancer for Treatment With Targeted
Tyrosine Kinase Inhibitors: American Society of Clinical Oncology
Endorsement of the College of American Pathologists/International
Association for the Study of Lung Cancer/Association for Molecular
Pathology Clinical Practice Guideline Update.
Journal of clinical oncology : official
journal of the American Society of Clinical Oncology 2018,
36(9):911-919.
7. Kotoula
V, Charalambous E, Biesmans B, Malousi A, Vrettou E, Fountzilas G,
Karkavelas G: Targeted KRAS mutation
assessment on patient tumor histologic material in real time
diagnostics. PloS
one 2009, 4(11):e7746.
8. Torous
VF, Rangachari D, Gallant BP, Shea M, Costa DB, VanderLaan PA: PD-L1
testing using the clone 22C3 pharmDx kit for selection of patients
with non-small cell lung cancer to receive immune checkpoint
inhibitor therapy: are cytology cell blocks a viable option?
Journal of the American Society of
Cytopathology 2018, 7(3):133-141.
9. Straccia
P, Brunelli C, Rossi ED, Lanza P, Martini M, Musarra T, Lombardi CP,
Pontecorvi A, Fadda G: The
immunocytochemical expression of VE-1 (BRAF V600E-related) antibody
identifies the aggressive variants of papillary thyroid carcinoma on
liquid-based cytology. Cytopathology
2019.
Εκ
μέρους του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας
Κλινικής Κυτταρολογίας
Η
Συντακτική Ομάδα
Κωτούλα
Βασιλική, Ιατρός Κυτταρολόγος,
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Γενικής
Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής
με Εξειδίκευση στη Μοριακή Παθολογία
Νασιουτζίκη
Μαρία, Γενική Γραμματέας Ελληνικής
Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας
Πολίτη
Αικατερίνη, Ιατρός Κυτταρολόγος,
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Κυτταρολογίας
Ε.Κ.Π.Α.
|
Οι
ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο του
πνεύμονα έχουν κακή πρόγνωση, με μέση
επιβίωση 1 έτους. Ο προσδιορισμός της
ογκογονικής ενεργότητας ορισμένων
κινασών τυροσίνης σε προχωρημένο μη
μικροκυτταρικό καρκίνωμα πνεύμονα,
ιδιαίτερα με τις ενεργοποιητικές
μεταλλάξεις στο γονίδιο EGFR
και αναδιατάξεις στα γονίδια ALK
ή ROS1, έχουν μετατοπίσει
το ενδιαφέρον στην ανάπτυξη ειδικών
στοχευμένων μοριακών θεραπειών με
μικρομοριακούς αναστολείς κινάσης
τυροσίνης (TKI), παρέχοντας
σημαντική βελτίωση της επιβίωσης και
της ποιότητας ζωής. Για την εξατομικευμένη
επιλογή του κατάλληλου στοχευτικού
φαρμάκου για τους ασθενείς με καρκίνο
πνεύμονα, θα πρέπει να διαπιστώνεται
αν ο όγκος φέρει κάποια από τις μοριακές
αλλαγές που σχετίζονται με ευαισθησία/αντοχή
στα συγκεκριμένα φάρμακα. Ο έλεγχος
για την παρουσία αυτών των μοριακών
αλλαγών γίνεται με μοριακές δοκιμές
σε υλικό από τον όγκο.
Είναι
σημαντικό, αυτές οι δοκιμές να
περιλαμβάνουν, πέραν των προαναφερθέντων
μοριακών τροποποιήσεων για τις οποίες
εγκρίνονται στοχευμένες θεραπείες από
εγκεκριμένους φορείς όπως η Αμερικανική
Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA),
και μοριακές μεταβολές για τις οποίες
υπάρχουν αναμφισβήτητα αποδεικτικά
στοιχεία για αποτελεσματικές στοχευμένες
θεραπείες (και πιο πρόσφατα, ανοσοθεραπείες)
από δημοσιευμένες κλινικές μελέτες.
Οι
τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες των
Επιστημονικών Ενώσεων
College of
American Pathologists
(CAP), International
Association for
the Study of
Lung Cancer
(IASLC), και Association
for Molecular
Pathology (AMP)
(Arch Pathol
Lab Med
Vol142 March
2018), οι
οποίες υιοθετούνται και από την Ελληνική
Εταιρεία Κλινικής Κυτταρολογίας,
περιλαμβάνουν τις παρακάτω συστάσεις:
Ανάλυση
σε κυτταρολογικό υλικό είτε του
πρωτοπαθούς όγκου (προχωρημένο μη
μικροκυτταρικό καρκίνωμα πνεύμονα)
είτε της μετάστασης για EGFR
και ALK ή
ROS1 για
όλους τους ασθενείς που φέρουν στοιχεία
αδενοκαρκινώματος, ανεξάρτητα από τα
κλινικά χαρακτηριστικά του ασθενούς.
Οι
τελευταίες Κατευθυντήριες Οδηγίες
εστιάζουν και σε 6 βασικά σημεία –
κλειδιά: 1) Ποια νέα γονίδια να υπόκεινται
σε έλεγχο ρουτίνας για μεταβολές σε
καρκίνο του πνεύμονα; 2) Ποιες μέθοδοι
είναι κατάλληλες για έλεγχο του καρκίνου
του πνεύμονα με ιδιαίτερη έμφαση στη
χρήση Ανοσοϊστοχημείας και Αλληλούχισης
Επόμενης Γενιάς (NGS); 3)
Υπάρχει ανάγκη ελέγχου σε ασθενείς με
καρκίνωμα από πλακώδες επιθήλιο,
μικροκυτταρικό ή άλλα μη αδενοκαρκινώματα
του πνεύμονα; 4) Ποιος έλεγχος ενδείκνυται
σε ασθενείς με στοχεύσιμη μεταβολή που
έχει υποτροπιάσει μετά από την αρχική
ανταπόκριση στην κατάλληλα στοχευμένη
θεραπεία; 5) Ποιος είναι ο ρόλος του
ελεύθερου κυκλοφορούντος DNA
(circulating cell-free
DNA) στη διαχείριση ασθενών
με καρκίνο του πνεύμονα; 6) Ποια η
διαγνωστική υποβοήθηση για τον ρόλο
των ανοσο-θεραπειών ( πχ. PDL1)
που απαιτείται κατά τη διαδικασία
επαναξιολόγησης;
Αξίζει
να σημειωθεί ότι ολοένα και συνεχώς
νέα επιτεύγματα αναμένονται στο πεδίο
της στοχευμένης θεραπείας, cf-DNA
διαγνωστικής και ανοσο-θεραπειών.
Σύμφωνα
με τις νέες κατευθυντήριες οδηγίες, οι
βιοδείκτες διαχωρίζονται σε 3 κατηγορίες:
1η
: οι βιοδείκτες που πρέπει
οπωσδήποτε
να χρησιμοποιηθούν (Standard
of care) σε
ασθενείς με προχωρημένο αδενοκαρκίνωμα
πνεύμονα για την επιλογή και χορήγηση
εγκεκριμένου στοχευτικού φαρμάκου.
Στους βιοδείκτες αυτούς συμπεριλαμβάνονται
οι μεταλλάξεις EGFR (ενεργοποιητικές,
ευαισθησίας και αντοχής), ALK (μεταθέσεις)
και ROS1 (μεταθέσεις).
2η
: οι βιοδείκτες που θα
πρέπει να χρησιμοποιούνται
για την ένταξη ασθενών
σε κλινικές μελέτες
και να συμπεριλαμβάνονται σε κάθε μεγάλο
πάνελ αλληλούχισης για τον καρκίνο του
πνεύμονα, και που δεν απαιτούνται για
εργαστήρια που διενεργούν μονογονιδιακές
δοκιμές.
3η
: βιοδείκτες που βρίσκονται υπό
αξιολόγηση χωρίς σαφή κλινική σημασία,
οι οποίοι δεν είναι κατάλληλοι για
κλινική χρήση επί του παρόντος.
Επίσης,
οι οδηγίες ακολουθούνται από ένα σύστημα
τριπλής διαβάθμισης αναφορικά με τη
δυναμική της σύστασης (επιβεβλημένη,
γνώμη της επιτροπής ειδικών, μη σύσταση).
Συνοπτικός
Πίνακας Κατευθυντήριων Οδηγιών 2018
CAP-IASLC-AMP
|
Κατευθυντήρια
Οδηγία
|
Δυναμική
της σύστασης
|
Σημείο-κλειδί
1: Ποια νέα γονίδια θα πρέπει να
ελέγχονται σε ασθενείς με καρκίνο
πνεύμονα;
|
|
ROS1
έλεγχος θα πρέπει να διενεργείται σε
όλους τους ασθενείς με αδενοκαρκίνωμα
πνεύμονα, ανεξάρτητα κλινικών
χαρακτηριστικών
|
Επιβεβλημένη
Σύσταση
|
ROS1
IHC μπορεί να χρησιμοποιηθεί
σαν τεστ ελέγχου σε ασθενείς με
αδενοκαρκίνωμα πνεύμονα, ωστόσο το
θετικό αποτέλεσμα θα πρέπει να
επιβεβαιωθεί με μοριακή ή κυτταρογενετική
μέθοδο
|
Γνώμη
Επιτροπής Ειδικών
|
BRAF
μοριακός έλεγχος δεν ενδείκνυται
προς το παρόν ως έλεγχος ρουτίνας
πλην του πλαισίου μιας κλινικής
δοκιμής. Μπορεί να ενσωματωθεί σε
μεγαλύτερα πάνελ ελέγχου είτε αρχικά
είτε έπειτα από αρνητικό έλεγχο
ρουτίνας για EGFR, ALK
και ROS1
|
Γνώμη
Επιτροπής Ειδικών
|
RET
μοριακός έλεγχος δεν προτείνεται ως
μεμονωμένο τεστ ελέγχου πλην του
πλαισίου μιας κλινικής δοκιμής. Μπορεί
να ενσωματωθεί σε μεγαλύτερα πάνελ
ελέγχου είτε αρχικά είτε έπειτα από
αρνητικό έλεγχο ρουτίνας για EGFR,
ALK και ROS1
|
Γνώμη
Επιτροπής Ειδικών
|
ERBB2
(HER2) μοριακός έλεγχος
δεν προτείνεται ως μεμονωμένο τεστ
ελέγχου πλην του πλαισίου μιας κλινικής
δοκιμής. Μπορεί να ενσωματωθεί σε
μεγαλύτερα πάνελ ελέγχου είτε αρχικά
είτε έπειτα από αρνητικό έλεγχο
ρουτίνας για EGFR, ALK
και ROS1
|
Γνώμη
Επιτροπής Ειδικών
|
KRAS
μοριακός έλεγχος δεν προτείνεται ως
μεμονωμένο τεστ καθορισμού της
στοχευμένης θεραπείας. Μπορεί να
ενσωματωθεί σε μεγαλύτερα πάνελ
ελέγχου είτε αρχικά είτε έπειτα από
αρνητικό έλεγχο ρουτίνας για EGFR,
ALK και ROS1
|
Γνώμη
Επιτροπής Ειδικών
|
MET
μοριακός έλεγχος δεν προτείνεται ως
μεμονωμένο τεστ ελέγχου πλην του
πλαισίου μιας κλινικής δοκιμής. Μπορεί
να ενσωματωθεί σε μεγαλύτερα πάνελ
ελέγχου είτε αρχικά είτε έπειτα από
αρνητικό έλεγχο ρουτίνας για EGFR,
ALK και ROS1
|
Γνώμη
Επιτροπής Ειδικών
|
Σημείο-κλειδί
2: Ποιες μέθοδοι πρέπει να χρησιμοποιούνται
για διενέργεια μοριακών δοκιμών;
|
|
IHC
είναι ισοδύναμα εναλλακτικό του FISH
για έλεγχο ALK
|
Σύσταση
|
Πολυγονιδιακά
πάνελ αλληλούχισης είναι προτιμότερα
από πολλαπλά μονογονιδιακά τεστ για
τον εντοπισμό
άλλων θεραπευτικών
επιλογών πέρα των EGFR,
ALK, και ROS1
|
Γνώμη
Επιτροπής Ειδικών
|
Τα
εργαστήρια θα πρέπει να εξασφαλίζουν
ότι τα αποτελέσματα που είναι μη
αναμενόμενα ή διφορούμενα, επιβεβαιώνονται
με εναλλακτικές μεθόδους ή δείγματα
|
Γνώμη
Επιτροπής Ειδικών
|
Σημείο-κλειδί
3: Είναι ο μοριακός έλεγχος κατάλληλος
για καρκίνο πνεύμονα που δεν εμπεριέχει
αδενοκαρκίνωμα;
|
|
Υπάρχουν
μοριακοί βιοδείκτες για όγκους άλλους
πλην αδενοκαρκινώματος
|
Γνώμη
Επιτροπής Ειδικών
|
Σημείο-κλειδί
4: Ποια δοκιμασία ελέγχου ενδείκνυται
για ασθενείς με στοχευμένες μεταλλάξεις
που υποτροπιάζουν στη στοχευμένη
θεραπεία;
|
|
Σε
ασθενείς με αδενοκαρκίνωμα πνεύμονα
και EGFR μεταλλάξεις, που
υποτροπίασαν μετά από στοχευτική
θεραπεία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί
έλεγχος μετάλλαξης EGFR
T790M για
την επιλογή τρίτης γενιάς μικρομοριακών
EGFR αναστολέων
|
Επιβεβλημένη
Σύσταση
|
Ο
έλεγχος για την μετάλλαξη EGFR
T790M σε
ασθενείς με δευτερογενή κλινική
αντίσταση σε EGFR-ΤΚΙ θα
πρέπει να γίνεται με μεθόδους ικανές
να ανιχνεύουν την συγκεκριμένη
μετάλλαξη τουλάχιστον στο 5% των
βιώσιμων κυττάρων
|
Σύσταση
|
Υπάρχουν
ελλιπή στοιχεία για να υποστηριχθεί
μία σύσταση υπέρ ή κατά του ελέγχου
ρουτίνας για μεταλλάξεις ALK
σε ασθενείς με υποτροπή αδενοκαρκινώματος
πνεύμονα μετά από χορήγηση ALK-ΤΚΙ
|
Μη
σύσταση
|
Σημείο-κλειδί
5: Ποιος είναι ο ρόλος του ελέγχου
ελεύθερου κυκλοφορούντος DNA
(cf-DNA)
σε ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα;
|
|
|
Σύσταση
|
|
Γνώμη
Επιτροπής Ειδικών
|
Υπάρχουν
ελλιπή στοιχεία για να υποστηριχθεί
η χρήση cf-DNA
μοριακών μεθόδων για την διάγνωση
πρωτοπαθών αδενοκαρκινωμάτων πνεύμονα,
η ταυτοποίηση των EGFR ή
άλλων μεταλλάξεων, ή ταυτοποίηση της
μετάλλαξης EGFR T790M
επί EGFR-TKI
αντίστασης, αν και υπάρχουν 2 εμπορικά
τεστ μοριακού ελέγχου EGFR
που έχουν λάβει πρόσφατα FDA
έγκριση.
|
Μη
σύσταση
|
Κύριες
Προτεινόμενες Μοριακές Διαγνωστικές
Μέθοδοι
|
Direct
Sequencing: Απαιτεί
μεγάλη κυτταρικότητα του δείγματος
ιδανικά >=10% προς αποφυγή ψευδώς
αρνητικού αποτελέσματος
|
Mutant-enriched
PCR
|
Αllele
specific PCR:
φτηνότερη και πιο γρήγορη μέθοδος σε
σχέση με direct sequencing,
προκαθορισμένη ανίχνευση, όχι κατάλληλο
για νέες γενετικές μεταβολές
|
Length
analysis
|
Next-Generation
Sequencing (NGS):
πλεονεκτεί έναντι των παραπάνω, μεγάλο
πάνελ ανίχνευσης, υψηλή ευαισθησία
σε δείγματα χαμηλής κυτταρικότηττας.
Ακριβή μέθοδος.
|
Whole
genome amplification
|
FISH:
ανίχνευση γενετικών αναδιατάξεων,
πολλαπλασιασμών ή ελλείψεων πχ. ALK
ή ROS1 αναδιατάξεις
|
Real-time
PCR
|
Ανοσοϊστοχημεία
(IHC):
α)εναλλακτική του FISH
στην εκτίμηση ALK+ μη
μικροκυτταρικών καρκινωμάτων πνεύμονα
β) καθοριστική μέθοδος εκτίμησης
έκφρασης πρωτεΐνης PD-L1
που δεν φαίνεται να σχετίζεται με
γνωστές γενωμικές μεταβολές στον
καρκίνο του πνεύμονα.
|
Προτεινόμενος
αλγόριθμος βημάτων
Αρχικά
μοριακός έλεγχος για EGFR
με PCR σε κυτταρολογικό
υλικό
Διερεύνηση
ALK με ανοσοϊστοχημεία
(IHC) ή FISH
σε κυτταρολογικό υλικό
Διερεύνηση
c-ROS1 με
FISH σε κυτταρολογικό
υλικό
NGS
σε κυτταρολογικό υλικό εναλλακτικά
στη θέση των παραπάνω μεθόδων ή
παράλληλα με αυτές ή ως μέθοδος
διαλογής όταν ΟΛΕΣ οι παραπάνω δοκιμές
είναι αρνητικές.
|
Συνοπτικός
Πίνακας Κατευθυντήριων Οδηγιών
διαχείρισης κυτταρολογικού υλικού
Ελληνικής
Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας
|
Συστάσεις
Τα
Κυτταρολογικά Εργαστήρια μπορούν να
χρησιμοποιούν κυτταρολογικά
υλικά όπως FNA,
υγρά κοιλοτήτων, εκπλύματα/βούρτσα
κ.ά. με συμβατική ή LBC
μέθοδο, ως κατάλληλα
δείγματα για μοριακό
έλεγχο βιοδεικτών καρκίνου του
πνεύμονα, όντας κλινικά χρήσιμα και
λιγότερο επεμβατικά για διάγνωση και
σταδιοποίηση επίσης της νόσου,
υπό την προϋπόθεση ότι περιέχουν
επαρκή αριθμό καρκινικών κυττάρων
(τουλάχιστον 20%).
Cell
blocks μπορούν να
προέρχονται από δείγματα φρέσκα με
ή χωρίς (σε ROSE) φυσιολογικό
ορό ή μονιμοποιημένα σε φορμόλη ή
αιθανόλη ή αλκοολούχο μονιμοποιητικό
διάλυμα υγρής φάσης ή αυτοματοποιημένη
τεχνική (Cellient), με την
τεχνική σε φορμόλη (φυγοκέντρηση και
συλλογή του ιζήματος) να υπερτερεί
σε σχέση με τις υπόλοιπες μεθόδους
(πλάσμα-θρομβίνη, histogel
κ.λπ.).
-H
εκτίμηση της
κυτταρικότητας σε
cell blocks
βασίζεται σε τομές βαμμένες με
αιματοξυλίνη ηωσίνη (Η&Ε) πριν
και όχι μετά την
επεξεργασία για μοριακή ανάλυση.
-Για
PCR μεθόδους προτείνεται
η κοπή άβαφων τομών 4μm
ή 10μm (curls)
για απομόνωση DNA.
-H
μακροχρόνια διατήρηση των κυττάρων
για μελλοντική χρήση μοριακών και ICC
αναλύσεων ή αναδρομικές μελέτες και
η ομοιότητα με FFPΕ-ιστικά
δείγματα καθώς επίσης και η μεγαλύτερη
αξιοπιστία για ICC
διερεύνηση, προσφέρουν
περισσότερα πλεονεκτήματα.
Ειδικότερα, η τεχνική συλλογής σε
φορμόλη και θρομβίνη έχει στατιστικά
καλύτερα αποτελέσματα σε σχέση με την
αυτοματοποιημένη τεχνική (Cellient)
για ICC.
-Οι
παράγοντες που επηρεάζουν τις μοριακές
δοκιμές είναι οι ίδιοι τόσο στα cell
blocks όσο και στα FFPE-ιστικά δείγματα. Η
ποιότητα του μοριακού υποστρώματος
που απομονώνεται από cell block είναι
γενικά καλύτερη από αυτή σε μονιμοποιημένες
τομές χειρουργικών παρασκευασμάτων
λόγω της συντομότερης παραμονής στη
φορμόλη.
Συνήθως,
κυτταρολογικά δείγματα προερχόμενα
από αναρρόφηση δια
λεπτής βελόνης (FNA)
περιέχουν μεγαλύτερη αναλογία
καρκινικών κυττάρων συγκριτικά με
δείγματα υγρών κοιλοτήτων π.χ.
πλευριτικό υγρό.
Άμεσα
επιχρίσματα, που
έχουν χρησιμοποιηθεί για διαγνωστικούς
σκοπούς, αποτελούν μία εναλλακτική
πηγή υλικού σε περιπτώσεις που το
cell-block
δεν έχει ικανή κυτταροβρίθεια, μετά
από μικροεκτομή (micro-dissection/LCM/cell
transfer).
-Προτείνεται
η χρήση non-frosted
αντικειμενοφόρων πλακιδίων (και όχι
frosted) για την απόδοση
μεγαλύτερης ποσότητας DNA.
-H
προσθήκη μικρής ποσότητας διαλύματος
κυτταρικής λύσης (lysis
buffer) στην επιφάνεια του
επιχρίσματος, διευκολύνει τη διαδικασία
της κυτταρικής απόξεσης για μοριακή
ανάλυση.
-Επιχρίσματα
μονιμοποιημένα με αιθανόλη ή ξεραμένα
στον αέρα παρέχουν εξίσου υψηλής
ποιότητας DNA ανεξαρτήτως
τεχνικής χρώσεως (Diff-Quick,
Παπανικολάου), αν και η χρώση Diff-Quick
προτιμάται σε περιπτώσεις που έχει
προηγηθεί μακρόχρονη αποθήκευση των
επιχρισμάτων.
-Η
χρήση ξυλόλης για απομάκρυνση της
καλυπτρίδας δεν
επηρεάζει την ακεραιότητα του DNA.
Ωστόσο, χάριν συντομίας, όταν διενεργείται
Rapid on-site
evaluation (ROSE)
είναι προτιμότερο κατά τη διάρκεια
της FNA
δειγματοληψίας, η διαλογή του υλικού
να αφορά τόσο την μικροσκοπική διάγνωση
όσο και τις
επικουρικές τεχνικές
(αντιπροσωπευτικό
επίχρισμα χωρίς την καλυπτρίδα για
άμεση απομόνωση γενετικού υλικού ή
με αποκόλληση καλυπτρίδας με “freezer
method”).
-Για
ιατρονομικούς λόγους, σε περίπτωση
ύπαρξης επίσης
μοναδικού επιχρίσματος που περιέχει
την πλειονότητα των νεοπλασματικών
κυττάρων κατάλληλων για μοριακή
ανάλυση, κρίνεται επιβεβλημένη η
ψηφιακή καταχώρηση των αποδεικτικών
νεοπλασματικών ευρημάτων.
Κυτταρολογία
υγρής φάσης (LBC)
μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξίσου
έγκριτα με τα συμβατικά επιχρίσματα
αποφεύγοντας σφάλματα κατά τη
δημιουργία του παρασκευάσματος
(sampling artefacts).
Ωστόσο, είναι συνήθως λιγότερο
κυτταροβριθή ως προς την ποσότητα
του DNA σε σχέση με τα
άμεσα
επιχρίσματα χωρίς
να επηρεάζεται ιδιαίτερα ο μοριακός
έλεγχος των μεταλλάξεων.
-DNA
μπορεί να απομονωθεί είτε με κυτταρική
απόξεση ή μικροεκτομή (cell-scraping/
micro-dissection) από τα πλακίδια, είτε απευθείας
από το μονιμοποιητικό διάλυμα. Η
χειροκίνητη μικροεκτομή είναι δύσκολη
καθώς συγκεντρώνονται μαζί, κατά τη
διάρκεια της FNA
δειγματοληψίας και επεξεργασίας,
καλοήθη και κακοήθη κύτταρα, ενώ η
μικροεκτομή με laser είναι
οικονομικά και χρονικά ασύμφορη σε
εξετάσεις ρουτίνας. Προτείνεται,
εναλλακτικά,
εφαρμογή μεθόδων -mutant
allele specific
PCR μέθοδοι απευθείας
από το μονιμοποιητικό διάλυμα.
-Μεγάλης
σημασίας είναι η ταχεία
αποστολή του υλικού
δεδομένης της
περιορισμένης
διάρκειας ζωής του μονιμοποιητικού
μέσου ως προς τη σταθερότητα του DNA.
-Ενδέχεται
το εναπομείναν διάλυμα να μην έχει
επαρκή κυτταρικότητα κατάλληλη για
μοριακή ανάλυση.
-Τα
μονιμοποιητικά μέσα παρουσιάζουν
διαφορές ως προς τη διατήρηση του DNA
(cytolyt – καλύτερη διατήρηση)
ωστόσο, λόγω αποικοδόμησης του γενετικού
υλικού σε θερμοκρασία δωματίου εντός
12 μηνών, προτείνεται η αποθήκευση σε
βαθιά κατάψυξη (-80οC).
|
Επιβεβλημένες
συστάσεις
Τα
εργαστήρια θα πρέπει να χρησιμοποιούν,
ή να διαθέτουν μέσω εξωτερικού
εργαστηρίου αναφοράς, διαπιστευμένες
δοκιμασίες μοριακού ελέγχου
για κλινικούς βιοδείκτες καρκίνου
πνεύμονα, ικανές να εντοπίζουν μοριακές
μεταβολές σε δείγματα
που περιέχουν τουλάχιστον 20% καρκινικά
κύτταρα. Σε περιπτώσεις
κυτταρολογικών δειγμάτων που περιέχουν
μικρή ποσότητα καρκινικών κυττάρων,
η χρήση πιο ειδικών
και ευαίσθητων μεθόδων
μοριακής ανάλυσης είναι απαραίτητη
(Amplification-refractory
mutation system
(ARMS) analysis,
Next-Generation
Sequencing (NGS)).
Απαραίτητη η χρήση
companion diagnostic
tests για τους
βασικούς βιοδείκτες ειδικά για τα
γονίδια EGFR &
ALK.
Κάθε
εργαστήριο που διενεργεί μοριακές
εξετάσεις σε κυτταρολογικά δείγματα
θα πρέπει να διαθέτει επικυρωμένες
τεχνικές επεξεργασίας
των κυτταρολογικών υλικών (προ-αναλυτική
διαδικασία)
ξεχωριστές από αυτές των ιστών ή των
δειγμάτων περιφερικού αίματος.
Οι
χρησιμοποιούμενες μέθοδοι να είναι
οικονομικά προσιτές, να πραγματοποιούνται
σε κλινικά δείγματα και να έχουν
δυνατότητα ημι-αυτόματου χειρισμού
για μεγαλύτερη αξιοπιστία.
Τα
εργαστήρια δεν θα
πρέπει να χρησιμοποιούν
τη συνολική έκφραση EGFR
μέσω ανοσοϊστοχημείας για την επιλογή
ασθενών για EGFR στοχευτική
TKI θεραπεία.
|
Μετα-αναλυτική
διαδικασία
=<
2 εβδομάδες
Βιβλιογραφία
Ellison
G, Zhu G, Moulis A, Dearden S, Speake G, McCormack R. EGFR mutation
testing in lung cancer: a review of available methods and their use
for analysis of tumour tissue and cytology samples. J Clin Pathol.
2013;66(2):79–89. doi:10.1136/jclinpath-2012-201194
Lindeman
NI, Cagle PT, Aisner DL, Arcila ME, Beasley MB, Bernicker EH,
Colasacco C, Dacic S, Hirsch FR, Kerr K, Kwiatkowski DJ, Ladanyi M,
Nowak JA, Sholl L, Temple-Smolkin R, Solomon B, Souter LH,
Thunnissen E, Tsao MS, Ventura CB, Wynes MW, Yatabe Y. Updated
Molecular Testing Guideline for the Selection of Lung Cancer
Patients for Treatment With Targeted Tyrosine Kinase Inhibitors:
Guideline From the College of American Pathologists, the
International Association for the Study of Lung Cancer, and the
Association for Molecular Pathology. Arch Pathol Lab Med.
2018;142(3):321-346. doi: 10.5858/arpa.2017-0388-CP.
da
Cunha Santos G, Saieg MA, Troncone G, Zeppa P. Cytological
preparations for molecular analysis: A review of technical
procedures, advantages and limitations for referring samples for
testing. Cytopathology. 2018;29(2):125-132. doi: 10.1111/cyt.12534.
Sequist
LV, Neal J. Personalized, genotype-directed therapy for advanced
non-small cell lung cancer (2019)
https://www.uptodate.com/contents/personalized-genotype-directed-therapy-for-advanced-non-small-cell-lung-cancer
Εκ
μέρους του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας
Κλινικής Κυτταρολογίας
Η
συντακτική ομάδα
Νασιουτζίκη
Μαρία, Γενική Γραμματέας Ελληνικής
Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας
Κωτούλα
Βασιλική, Ιατρός Κυτταρολόγος,
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Γενικής
Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής
με Εξειδίκευση στη Μοριακή Παθολογία
Βαβουλίδης
Ελευθέριος MSc
PhD(c),
Μοριακός Γενετιστής
Πολίτη
Αικατερίνη, Ιατρός Κυτταρολόγος,
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Κυτταρολογίας
Ε.Κ.Π.Α.
|
Εισαγωγή
Ο
ρόλος της αναρρόφησης δια λεπτής βελόνας
(FNAC)
σε ποικίλες ψηλαφητές ή μη αλλοιώσεις
του μαστού είναι καλά εδραιωμένος στην
κλινική πράξη ως μία ελάχιστα επεμβατική
τεχνική χαμηλού κόστους. Σε ασθενείς
με καρκίνο του μαστού, είναι εξαιρετικά
χρήσιμη η FNAC ως μέρος της
τριπλής αξιολόγησης στην επιβεβαίωση
διάγνωσης της κακοήθειας. Επίσης, στην
αξιολόγηση του λεμφαδενικού status
(staging) και στη διάγνωση
της μεταστατικής νόσου.
Nεο-επικουρικές
θεραπείες έχουν σημαντικό ρόλο στη
θεραπεία χειρουργήσιμων όγκων του
μαστού με στόχο την βελτίωση της
χειρουργικής αντιμετώπισης. Οι
συχνότεροι βιοδείκτες που
χρησιμοποιούνται σήμερα
σε στοχευμένες θεραπείες
είναι οι οιστρογονικοί υποδοχείς (ER),
προγεστερονικοί υποδοχείς (PR)
και human epidermal
growth factor
receptor 2 (HER2).
Επίσης, είναι γνωστό ότι οι παραπάνω
βιοδείκτες διαφέρουν μεταξύ της
πρωτοπαθούς και μεταστατικής νόσου,
γεγονός που καταδεικνύει την αναγκαιότητα
νέας δειγματοληψίας σε περιπτώσεις
υποτροπής.
Εφόσον
το υλικό από αναρρόφηση
δια λεπτής βελόνης
είναι το μόνο διαθέσιμο για διαγνωστική
προσέγγιση ρουτίνας ή σε προχωρημένες
καταστάσεις όπου η χειρουργική
αντιμετώπιση δεν είναι δυνατή ή επίσης
και σε μεταστατική νόσο, δύναται
να χρησιμοποιηθεί για
την ανίχνευση των HER-2/neu,
ΕR / PR
ως ένα cost-effective
μοντέλο για αρχική διαχείριση ασθενών
με καρκίνο του μαστού.
Κυτταρολογία
υγρής φάσης (LBC)
έχει μεγαλύτερο πλεονέκτημα έναντι
της συμβατικής κυτταρολογίας λόγω της
χρήσης του εναπομείναντος υλικού για
επικουρικές τεχνικές. Κατάλληλη
εκπαίδευση για αξιολόγηση επιχρισμάτων
κυτταρολογίας υγρής φάσης είναι
απαραίτητη προς αποφυγή διαγνωστικών
σφαλμάτων. Επίσης, η
αξιολόγηση των επικουρικών τεχνικών
καλόν είναι να γίνεται από δύο ιατρούς.
Σύμφωνα με τις οδηγίες της American
Cancer Society η
χρήση κυτταρολογίας υγρής φάσης (TP)
μπορεί να χρησιμοποιηθεί
ως ρουτίνα για το
βιολογικό χαρακτηρισμό του διηθητικού
καρκινώματος του μαστού.
Απαραίτητη προϋπόθεση η ύπαρξη
τουλάχιστον 100 καρκινικών κυττάρων σε
LBC δείγματα.
Μεγάλης
σημασίας η προτυποποίηση της κάθε
μεθόδου.
Χρυσός
κανόνας είναι όλα τα slides
να περιέχουν επαρκή κυτταρικό πληθυσμό.
Αντίθετα
από τα ιστολογικά παρασκευάσματα, η
αξιολόγηση της αξιοπιστίας ER/PR
σε κυτταρολογικό υλικό διεθνώς έχει
γίνει σε μικρό αριθμό δειγμάτων.
Τα
κριτήρια για την αξιολόγηση της
κατάστασης HER2 αφορούν προς το παρόν
μόνο ιστολογικά παρασκευάσματα. Για
την εκτίμηση των κυτταρολογικών θα
πρέπει να έχει αποκλεισθεί η παρουσία
μυοεπιθηλιακών κυττάρων.
HER-2
υπερέκφραση ή γονιδιακή ενίσχυση
Ο
καρκίνος του μαστού παρουσιάζει
ενίσχυση/υπερέκφραση του γονιδίου
HER-2/neu σε ~
20-30% των περιπτώσεων. Ο ακριβής
προσδιορισμός της έκφρασης του γονιδίου
HER-2/neu στην
κλινική πράξη είναι μεγάλης σημασίας
και αξίας σε περιπτώσεις στοχευτικής
θεραπείας.
Γενικότερα,
δείγματα προερχόμενα από αναρρόφηση
δια λεπτής βελόνης (FNA)
δεν είναι τα πλέον κατάλληλα για εκτίμηση
HER-2, δεδομένου ότι ο
διαχωρισμός μεταξύ διηθητικού και in
situ καρκινώματος δεν είναι
εφικτός με ακρίβεια σε αυτά τα υλικά.
Στις περιπτώσεις που έχει κλινική
εφαρμογή, διενεργείται με αξιοπιστία
με τις παρακάτω τεχνικές:
Ανοσοκυτταροχημική
διερεύνηση (ICC)
Fluorescence
In Situ Hybridization (FISH)
Chromogenic
in situ hybridization (CISH)
Silver
in situ hybridization (SISH)
Είδος
υλικού:
Κυτταρολογία
Υγρής Φάσης (LBC) – CISH
και SISH καλύτερα αποτελέσματα
Συμβατικά
απευθείας επιχρίσματα - εξίσου καλά
αποτελέσματα σε FISH
Cell-block
(μεθανόλη ή 10% ουδέτερη φορμόλη) –
εξαιρετικά αποτελέσματα κυρίως σε
ανοσοκυτταροχημική διερεύνηση
Αλγόριθμος
διαχείρισης κυτταρολογικού υλικού για
HER-2 δοκιμές
Προαναλυτική
διαδικασία (ICC):
Ανάλογα
με το είδος του υλικού
Τομές
από cell-block
πρέπει να διεκπεραιώνονται εντός 1 ή 2
ημερών για αποφυγή απώλεια της έκφρασης
HER-2/neu.
Συνιστάται η χρήση φρεσκοκομμένων
τομών.
Εφόσον
χρησιμοποιείται cell block,
είναι σημαντικό οι τομές να αριθμούνται
και να λαμβάνονται σε σειρά: τομή για
μικροσκοπική διάγνωση και 3 τομές για
ανοσοϊστοχημεία και στη συνέχεια 1 τομή
για FISH/CISH
(στα 4μm, ανάλογα με τα
πρωτόκολλα του εργαστηρίου)
Είναι
προτιμότερη η χρήση διαπιστευμένων
και εγκεκριμένων εμπορικών κιτ (companion
diagnostic tests).
Εφόσον
δεν χρησιμοποιούνται companion
diagnostics, θα πρέπει να
προτυποποιείται και να διαπιστεύεται
η μεθοδολογία και να χρησιμοποιούνται
διαπιστευμένοι μάρτυρες
Αξιολόγηση
αποτελέσματος (ICC)
) σε τομές ιστολογικών παρασκευασμάτων:
Η
μέθοδος χρησιμοποιείται για την
ημιποσοτική εκτίμηση της έκφρασης της
πρωτεΐνης HER2
Her-2
status θα πρέπει να καθορίζεται
μόνο
στο διηθητικό τμήμα του όγκου
Her-2
θετικό μόνον σε μεμβρανική χρώση
Scoring:
0 έως 3+
Δείγματα
scoring 3+ αναμφίβολα θετικά
για υπερέκφραση HER2
Δείγματα
scoring 0 / 1+ αναμφίβολα
αρνητικά
Δείγματα
borderline scoring
2+ διφορούμενα
Υποχρεωτική
σύσταση για FISH/CISH
Απαιτείται
κατάλληλη εκπαίδευση και διαπίστευση
του εργαστηρίου για τις δοκιμασίες
HER2 (ανοσοκυτταροχημεία
και FISH/CISH)
Εάν
δεν είναι δυνατή η διάκριση μεταξύ in
situ και διηθητικού
καρκινώματος στο cell block
θα πρέπει να διενεργούνται δείκτες για
μυοεπιθηλιακά κύτταρα
Image
analysis δεν συστήνεται επί
του παρόντος ως εναλλακτική της
αξιολόγησης μέσω του scoring
(ανεπαρκή δεδομένα).
Προαναλυτική
διαδικασία (ISH):
Ανάλογα
με το είδος του υλικού
Είναι
προτιμότερη η χρήση έγκυρων εμπορικών
κιτ.
Πλήρη
προτυποποίηση της μεθοδολογίας
(cell-block,
επώαση, έκπλυση, υβριδισμός) για διατήρηση
πυρηνικής ακεραιότητας και χρήση
επικυρωμένων controls
Αξιολόγηση
αποτελέσματος (ISH)
σε τομές ιστολογικών παρασκευασμάτων:
Η
μέθοδος χρησιμοποιείται για τον
προσδιορισμό γονιδιακής ενίσχυσης
HER2
Όλο
το πλακίδιο θα πρέπει να σαρώνεται πριν
την αξιολόγηση για περιπτώσεις παρουσίας
ετερογένειας και να συγκρίνεται με το
αντίστοιχο πλακίδιο ανοσοκυτταρο/ιστοχημείας
Ο
αριθμός των χρωμοσωμάτων 17 (ανιχνευτής
για κεντρομερίδιο 17, ανιχνευτής CEN17)
θα πρέπει να μετράται αρχικά σε 20 ή,
εφόσον κρίνεται σκόπιμο, σε 60 μη
αλληλοεπικαλυπτόμενους πυρήνες κακοήθων
νεοπλασματικών συνεχιζόμενων κυττάρων
χρησιμοποιώντας τουλάχιστον 3 διακριτά
πεδία καρκινικών κυττάρων. Παράλληλα
μετράται ο αριθμός των φωτεινών σημάτων
για τη χρωμοσωμική περιοχή HER2
(ανιχνευτής HER2). Για τον
κάθε ανιχνευτή υπολογίζεται ο μέσος
αριθμός σημάτων ανά κύτταρο
Εκτίμηση
αποτελεσμάτων ISH:
Αρνητικό:
λόγος (ratio) σημάτων
HER2/CEN17 <2
ΚΑΙ
μέσο (average) αριθμό φωτεινών
σημάτων HER2 <4 ανά κύτταρο
Οριακό:
ratio HER2/CEN17
1.8-1.99 ή
ratio HER2/CEN17
<2 ΚΑΙ
average φωτεινών σημάτων
HER2 4 - <6 ανά κύτταρο
οι μετρήσεις επαναλαμβάνονται σε 60
καρκινικούς πυρήνες (εφόσον υπάρχουν)
και εν ανάγκη, σε διαφορετικό υλικό
από τον ίδιο όγκο (εφόσον υπάρχει
διαθέσιμο)
Θετικό:
ratio HER2/CEN17
≥2 ή average φωτεινών σημάτων
HER2 ≥6 ανά κύτταρο
Απαιτείται
κατάλληλη εκπαίδευση και εμπειρία
Her-2
status θα πρέπει να καθορίζεται
μόνο
στο διηθητικό τμήμα του όγκου
Εάν
δεν είναι δυνατή η διάκριση μεταξύ in
situ και διηθητικού
καρκινώματος στο cell block
θα πρέπει να διενεργούνται δείκτες για
μυοεπιθηλιακά κύτταρα
Image
analysis δεν συστήνεται επί
του παρόντος ως εναλλακτική της
αξιολόγησης μέσω του scoring
(ανεπαρκή δεδομένα).
Η
έκθεση αποτελέσματος θα πρέπει να
περιλαμβάνει:
-scoring
-μέσο
αριθμό αντιγράφων (copy
number) για τα HER-2
& CEP17
-αναλογία
(ratio) HER-2/CEP17
-πιθανό
πρόβλημα στο χειρισμό ή την επεξεργασία
του υλικού μη συμβατό με τις οδηγίες
Αξιολόγηση
αποτέλεσματος (scoring)
για IHC και FISH
σε τομές ιστολογικών παρασκευασμάτων
Μετα-αναλυτική
διαδικασία
Σύντομο
χρονικό διάστημα έκδοσης αποτελέσματος
(turn-around
time)
Κατάλληλη
εκτίμηση του αποτελέσματος
Επικοινωνία
με Κλινικό Ιατρό
ΕΚΦΡΑΣΗ
ΟΡΜΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΔΟΧΕΩΝ ER
/ PR
Οι
ορμονικοί υποδοχείς εκφράζονται συχνά
στον καρκίνο του μαστού: οιστρογονικοί
υποδοχείς ανιχνεύονται ανοσοϊστοχημικά
περίπου στο 80% και οι προγεστερονικοί
υποδοχείς στο 60-70% των διηθητικών
καρκινωμάτων. Η θετικότητα σε αυτούς
τους υποδοχείς συνδέεται με ανταπόκριση
σε ορμονική θεραπεία και καλύτερη
έκβαση.
Είδος
υλικού:
Κυτταρολογία
Υγρής Φάσης (LBC) – καλύτερα
αποτελέσματα συγκριτικά με τα συμβατικά
– φύλαξη σε θερμοκρασία δωματίου,
κατάψυξη ή βαθιά κατάψυξη έως 6 μήνες
παρέχει αξιόπιστα αποτελέσματα χωρίς
απώλεια της κυτταρικής αντιγονικότητας
Συμβατικά
απευθείας επιχρίσματα (air-dried
ή ethanol-fixed)
Cell-block
(μεθανόλη ή 10% ουδέτερη φορμόλη) –
εξαιρετικά αποτελέσματα κυρίως σε
Ανοσοκυτταροχημική διερεύνηση
Cytospins
Προαναλυτική
διαδικασία:
-airdried
για 24 ώρες και μετά μονιμοποίηση σε 4%
buffered φορμαλδεϋδη για 15’
πριν την ανοσοχρώση σε αυτόματο μηχάνημα
ανοσοχρώσης
-πλεονέκτημα
η δυνατότητα χρήσης γνωστών θετικών
περιπτώσεων ως μάρτυρες ελέγχου
(controls)
-
μονιμοποίηση σε φορμόλη 6-8
ώρες
-τομές
πάχους 4μm
-αποπαραφίνωση
και ενυδάτωση
-επώαση
με ammonium chloride
σε θερμοκρασία δωματίου για 2’ για
απομάκρυνση αιμορραγικών στοιχείων,
μετά μονιμοποίηση σε μεθανόλη και τέλος
σε φορμόλη για 10΄για απόσπαση της
ενδογενούς υπεροξειδάσης.
-τρεχούμενο
νερό για 5΄και αποσταγμένο για 5΄.
Για
αντιγονική ανάκτηση, όλων
των ειδών τα δείγματα
επωάζονται σε 10-mM citrate
buffer solution
(pH 6) για 20’ σε φούρνο
μικροκυμάτων (απευθείας επιχρίσματα
για PR ή HER2
30΄σε χύτρα ταχύτητος). Στη συνέχεια
ακολουθεί επώαση με αντίσωμα σε ειδικό
αυτόματο μηχάνημα ανοσοχρώσης.
Είναι
προτιμότερη η χρήση διαπιστευμένων
και εγκεκριμένων εμπορικών κιτ (companion
diagnostic tests).
Εφόσον
δεν χρησιμοποιούνται companion
diagnostics, θα πρέπει να
προτυποποιείται και να διαπιστεύεται
η μεθοδολογία και να χρησιμοποιούνται
διαπιστευμένοι μάρτυρες
Αξιολόγηση
αποτελέσματος :
ER
/ PR θετικοί: >10%
των κυττάρων με θετική πυρηνική χρώση
ανεξάρτητα από την ένταση της χρώσης
(LBC).
ER
/ PR αρνητικοί: < 10%
των κυττάρων με θετική πυρηνική χρώση
ανεξάρτητα από την ένταση της χρώσης
(LBC).
ER/PR
θετικοί (ιστολογικό παρασκεύασμα): >1%
των κυττάρων με θετική πυρηνική χρώση
ανεξάρτητα από την ένταση της χρώσης
(established cut-off)
Σύστημα
Αξιολόγησης Allred
(LBC):
βασισμένο σε συνολική βαθμολογία που
προκύπτει από επιμέρους παραμέτρους:
%
ποσοστό θετικών κυττάρων ( εύρη τιμών:
0, 0-1, 1-10, 10-33, 33-66, >66)
σκορ
έντασης χρώσης (τιμές: 0, 1, 2, 3)
ένταση
θετικής χρώσης (καμία, ασθενής, ενδιάμεση,
έντονη)
Συνολική
βαθμολογία 0-2: αρνητικό αποτέλεσμα
Συνολική
βαθμολογία 3-8: θετικό αποτέλεσμα
Μετα-αναλυτική
διαδικασία
Σύντομο
χρονικό διάστημα έκδοσης αποτελέσματος
(turn-around
time)
Κατάλληλη
εκτίμηση του αποτελέσματος
Επικοινωνία
με Κλινικό Ιατρό
Βιβλιογραφία
Wolff
AC, Hammond MEH, Allison KH, Harvey BE et al (2018) Human Epidermal
Growth Factor Receptor 2 Testing in Breast Cancer: American Society
of Clinical Oncology/College of American Pathologists Clinical
Practice Guideline Focused Update. Archives of Pathology &
Laboratory Medicine 142(11):1364-1382.
Durgapal,
P. , Mathur, S. R., Kalamuddin, M. , Datta Gupta, S. , Parshad, R. ,
Julka, P. K. and Panda, S. K. (2014), Assessment of Her‐2/neu
status using immunocytochemistry and fluorescence in situ
hybridization on fine‐needle aspiration cytology smears:
Experience from a tertiary care centre in India. Diagn. Cytopathol.
42:726-731. doi:10.1002/dc.23088
Rakha
EA, Pinder SE, Bartlett JMS On behalf of the National Coordinating
Committee for Breast Pathology, et al (2015) Updated UK
Recommendations for HER2 assessment in breast cancer Journal of
Clinical Pathology 68:93-99.
Toi
P.C., Neelaiah S., Dharanipragada K., Surendra K. (2018) Evaluation
of estrogen and progesterone receptors and Her-2 expression with
grading in the fine-needle aspirates of patients with breast
carcinoma, Journal of Cytology 35(4): 223-228.
Gerhard
R, Schmitt FC (2014) Liquid-based cytology in fine-needle aspiration
of breast lesions: a review. Acta Cytol. 58(6):533-42. doi:
10.1159/000362805.
Shabaik
A, Lin G, Peterson M, Hasteh F, Tipps A, Datnow B, Weidner N (2011)
Reliability of HER2/neu, estrogen receptor, and progesterone
receptor testing by immunohistochemistry on cell block of FNA and
serous effusions from patients with primary and metastatic breast
carcinoma. Diagn Cytopathol 39: 328–33.
Domanski
AM, Monsef N, Domanski HA, Grabau D, Fernö M. (2013) Comparison of
the oestrogen and progesterone receptor status in primary breast
carcinomas as evaluated by immunohistochemistry and
immunocytochemistry: a consecutive series of 267 patients.
Cytopathology 24(1):21-5. doi: 10.1111/j.1365-2303.2012.00997.x.
Peggolo
E, Machin P, Riosa F, Bassini A, Deroma L, Di Loreto C (2012)
Hormone receptor and human epidermal growth factor receptor 2 status
evaluation on ThinPrep speciments from breast carcinoma :
correlation with histologic sections determinations. Cancer
cytopathology 120(3) : 196-205,doi:
10,1002/cncy.20206
Tripathy
K., Mishra A., Singh AK, Panda PL, Mahapatra A, Lenka A (2018)
Immunocytochemistry using Liquid-based Cytology: A Tool in Hormone
Receptor Analysis of Breast Cancer. J Cytol 2018;35:260-4.
Hammond
ME, Hayes DF, Dowsett M, et al. American Society of Clinical
Oncology/College of American Pathologists guideline recommendations
for immunohistochemical testing of estrogen and progesterone
receptors in breast cancer [published correction appears in Arch
Pathol Lab Med. 2010 Aug;134(8):1101]. Arch Pathol Lab Med.
2010;134(6):907–922. doi:10.1043/1543-2165-134.6.907
Εκ
μέρους του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας
Κλινικής Κυτταρολογίας
Η
συντακτική ομάδα
Νασιουτζίκη
Μαρία, Γενική Γραμματέας Ελληνικής
Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας
Κωτούλα
Βασιλική, Ιατρός Κυτταρολόγος,
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Γενικής
Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής
με Εξειδίκευση στη Μοριακή Παθολογία
Βαβουλίδης
Ελευθέριος MSc
PhD(c),
Μοριακός Γενετιστής
|
Εισαγωγή
-
Οι
οζώδεις βλάβες του Θυρεοειδούς αδένα
αποτελούν συχνό κλινικό πρόβλημα.
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει
ότι η συχνότητα εμφάνισης ψηλαφητών
θυρεοειδικών όζων είναι περίπου 5% στις
γυναίκες και 1% στους άνδρες που ζουν
σε περιοχές του κόσμου με επάρκεια
ιωδίου(1,2). Αντίθετα, η υπερηχοτομογραφία
υψηλής ανάλυσης (US) μπορεί να ανιχνεύσει
όζους του θυρεοειδούς σε ποσοστό 19%
-68% τυχαία επιλεγμένων ατόμων, με
υψηλότερες συχνότητες στις γυναίκες
και τους ηλικιωμένους (3,4).
Η
κλινική σημασία της διαγνωστικής
διερεύνησης των όζων θυρεοειδούς
έγκειται στην ανάγκη αποκλεισμού του
καρκίνου του θυρεοειδούς,
ο
οποίος εμφανίζεται σε 7% -15% των περιπτώσεων
ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, το
ιστορικό έκθεσης σε ακτινοβολία, το
οικογενειακό ιστορικό και άλλους
παράγοντες (5).
-
Ο
διαφοροποιημένος καρκίνος του
θυρεοειδούς, ο οποίος περιλαμβάνει το
θηλώδες καρκίνωμα και το θυλακιώδες
καρκίνωμα, αφορά τη μέγιστη αναλογία
(> 90%) όλων των καρκίνων του θυρεοειδούς.
Σύμφωνα με δημοσίευση
από την
American
Thyroid
Association
Management
Guidelines
for
Adult
Patients
with
Thyroid
Nodules
and
Differentiated
Thyroid
Cancer
2015 (6),
η ετήσια
επίπτωση σχεδόν τριπλασιάστηκε στις
Ηνωμένες Πολιτείες από 4.9 ανά 100.000 το
1975 σε 14.3 ανά 100.000 το 2009
.
Σχεδόν ολόκληρη αυτή η μεταβολή της
επίπτωσης αποδίδεται στην αύξηση της
συχνότητας εμφάνισης του θηλώδους
καρκινώματος (PTC). Επιπλέον, το 25% των
νέων καρκίνων του θυρεοειδούς που
διαγνώστηκαν το 1988-1989 ήταν ≤1 εκ σε
σύγκριση με το 39% των νέων διαγνώσεων
καρκίνου του θυρεοειδούς το 2008-2009 (7). Η
μετατόπιση αυτή μπορεί να οφείλεται
στην αυξανόμενη χρήση της υπερηχοτομογραφίας
του τραχήλου ή σε άλλες απεικονιστικές
μεθόδους για πρώιμη διάγνωση και
θεραπεία (8), τάσεις που αλλάζουν την
αρχική θεραπεία και την παρακολούθηση
για πολλούς ασθενείς με καρκίνο του
θυρεοειδούς. Μέχρι το 2019, μια μελέτη
προβλέπει ότι το θηλώδες καρκίνωμα θα
γίνει ο τρίτος συνηθέστερος καρκίνος
στις γυναίκες με κόστος 19-21 δισεκατομμυρίων
δολαρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες (9).
-
Επομένως,
παρατηρείται
εκσεσημασμένη
αύξηση
του θυρεοειδικού
καρκίνου τις τελευταίες δεκαετίες,
οφειλόμενη στο θηλώδες καρκίνωμα (
PTC
)
λόγω:
Α.
αύξησης της ανίχνευσης των θυρεοειδικών
όζων με απεικονιστικές μεθόδους
Β.
αύξησης της συχνότητας των διαγνώσεων
του θυλακιώδους τύπου του θηλώδους
καρκινώματος.
-
Αλλά,
παρά αύξηση των
PTC
το ποσοστό θνητότητας παραμένει σταθερό.
Ένας από τους κύριους
στόχους αυτών των κατευθυντήριων
οδηγιών είναι η ελαχιστοποίηση
ενδεχόμενων βλαβών από την υπερθεραπεία
σε μια πλειονότητα ασθενών με χαμηλό
κίνδυνο θνησιμότητας και νοσηρότητας,
ενώ παράλληλα αντιμετωπίζονται και
παρακολουθούνται κατάλληλα οι ασθενείς
με υψηλότερο κίνδυνο.
Ποια
είναι η κατάλληλη εργαστηριακή και
απεικονιστική αξιολόγηση σε ασθενείς
με όζους του θυρεοειδούς που ανιχνεύονται
κλινικά ή τυχαία;
►
Μέτρηση
θυρεοτροπίνης ορού
►
Μέτρηση
θυρεοσφαιρίνης ορού
►
Μέτρηση
καλσιτονίνηςορού
►
Τομογραφία
εκπομπής ποζιτρονίων φθοριοδεοξυγλυκόζης
([18F]Fluorodeoxyglucose)
►
υπερηχοτομογραφία
θυρεοειδούς
►
υπερηχοτομογραφία
για τη λήψη απόφασης διενέργειας
παρακέντησης δια λεπτής βελόνης (FNA)
►
συστάσεις
από τη διαγνωστική παρακέντηση δια
λεπτής βελόνης (FNA) ενός όζου σε συσχέτιση
και με το υπερηχοτομογραφικό πρότυπο
Ποιος
είναι ο ρόλος της παρακέντησης δια
λεπτής βελόνης (FNA) ;
Η
FNA αποτελεί διαγνωστική διαδικασία
επιλογής, στην αξιολόγηση των όζων του
θυρεοειδούς αδένα, μετά από κλινική
υπόδειξη.
►
Ερμηνεία
των μορφολογικών και ανοσοκυτταροχημικών
ευρημάτων σε κυτταρολογικό υλικό
►
Μοριακός
έλεγχος σε υλικό ασθενών με όζους του
θυρεοειδούς αδένα (
προεγχειρητική διάγνωση-πρόγνωση)
Διαγνωστική
ορολογία σε δείγματα FNA
θυρεοειδούς
-
Οι
οζώδεις αλλοιώσεις, δημιουργούν ενίοτε
κλινικά διλήμματα ως προς τον τρόπο
διαχείρισης των ασθενών. Παρόλο που η
εξέταση υλικού με παρακέντηση δια
λεπτής βελόνης (FNA) αποτελεί
την πλέον αποτελεσματική μέθοδο
προεγχειρητικής διάγνωσης, σε ποσοστά
περίπου 60% και 15% (συνολικά 70-80%) οι
αλλοιώσεις αναφέρονται αντίστοιχα ως
καλοήθεις ή κακοήθεις (10), με 92% αρνητική
προγνωστική αξία για τις καλοήθεις
διαγνώσεις και 100% θετική προγνωστική
αξία για την κακοήθεια. Στο υπόλοιπο
20% των όζων, το κυτταρολογικό αποτέλεσμα
είναι ασαφές (αμφίβολο) (11). Τα ανεπαρκή
(μη διαγνωστικά) αποτελέσματα αποτελούν
περίπου το 10% των περιπτώσεων.
-
Ο
σημαντικότερος ρόλος ενός διαγνωστικού
σχήματος που χρησιμοποιεί η Κλινική
Κυτταρολογία, είναι ο σαφής καθορισμός
της βλάβης, ώστε να παρέχεται η
δυνατότητα εφαρμογής της διαγνωστικής
πληροφορίας στην κλινική πρακτική με
σταθερό και αναπαραγώγιμο τρόπο, για
τον κατάλληλο χειρισμό του ασθενούς.
Επιπλέον, σημαντική θεωρείται, η
αναφορά του σχετικού ανά διαγνωστική
κατηγορία κινδύνου κακοήθειας με τις
αντίστοιχες συστάσεις κλινικής
διαχείρισης. Για να
αντιμετωπιστεί μια σημαντική μεταβλητότητα
στην αναφορά των κυτταρολογικών
διαγνώσεων σε δείγματα FNA
θυρεοειδούς, το Εθνικό
Ινστιτούτο Καρκίνου (NCI)
των ΗΠΑ προτείνει, από το 2008, την εφαρμογή
της ορολογίας ενός νέου συστήματος
ταξινόμησης που αναφέρεται ως “The
Bethesda System
for Reporting
Thyroid Cytopathology
(TBSRTC) ” και
αποτελείται από έξι διαγνωστικές
κατηγορίες (12). Η φιλοσοφία του
συστήματος TBSRTC
είναι ότι, κάθε διαγνωστική κατηγορία
υποδεικνύει αναλογικά ένα ποσοστό
κινδύνου κακοήθειας, συσχετίζοντας
παράλληλα αυτή την πληροφορία με την
οδηγία για την κατάλληλη κλινική
διαχείριση του ασθενούς (13).
-
Μετά
από ευρεία συζήτηση που έγινε το 2009
μεταξύ μελών της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας
Κυτταρολογικών Εταιρειών (European
Federation of
Cytology Societies)
(14), η εφαρμογή του εν λόγω διαγνωστικού
συστήματος βρίσκεται υπό εξέταση σε
αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες (15). Στην
Ελλάδα, η διαγνωστική ορολογία κατά
Bethesda (TBSRTC)
χρησιμοποιείται από το 2010.
Το
σύστημα κατά
Bethesda(TBSRTC)
- διαγνωστικές κατηγορίες
Ι
|
Μη-διαγνωστικό
ή Μη ικανοποιητικό
|
|
Υγρό
κύστης μόνον
|
|
Ακυτταρικό
δείγμα
|
|
Λοιπά
(αιμορραγικά στοιχεία, εκφύλιση
κυττάρων.)
|
II
|
Καλόηθεια
|
|
Συμβατό
με καλοήθη θυλακιώδη όζο (συμπεριλαμβάνει
αδενωματώδη όζο, κολλοειδή όζο κ.ά.)
|
|
Συμβατό
με χρόνια λεμφοκυτταρική (H
ashimoto
)
θυρεοειδίτιδα
|
|
Συμβατό
με κοκκιωματώδη (υποξεία) θυρεοειδίτιδα
|
|
Λοιπά
|
ΙΙΙ
|
Ατυπία
αδιευκρίνιστης σημασίας ή θυλακιώδης
αλλοίωση αδιευκρίνιστης σημασίας*
|
Ι
V
|
Θυλακιώδες
νεόπλασμα ή Υποψία για Θυλακιώδες
νεόπλασμα
|
|
Προσδιορίστε
εάν είναι ογκοκυττατικού(
Hurthle
cell
)
τύπου
|
V
|
Ύποπτο
για κακοήθεια
|
|
Ύποπτο
για θηλώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς
|
|
Ύποπτο
για μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς
|
|
Ύποπτο
για μεταστατικό καρκίνωμα
|
|
Ύποπτο
για λέμφωμα
|
|
Λοιπά
|
VI
|
Κακόηθεια
|
|
Θηλώδες
καρκίνωμα θυρεοειδούς
|
|
Καρκίνωμα
χαμηλής διαφοροποίησης
|
|
Μυελοειδές
καρκίνωμα θυρεοειδούς
|
|
Αδιαφοροποίητο
(αναπλαστικό) καρκίνωμα
|
|
Καρκίνωμα
εκ πλακωδών κυττάρων
|
|
Καρκίνωμα
με μεικτά χαρακτηριστικά (προσδιορίστε)
|
|
Μεταστατική
κακοήθεια
|
|
Μη
-Hodgkin
λέμφωμα
|
|
Λοιπά
|
*
Οι
δύο όροι για αυτές τις κατηγορίες είναι
συνώνυμοι. Ένα εργαστήριο θα πρέπει να
χρησιμοποιεί
μόνον
έναν
από τους
αυτούς για σχετικά αποτελέσματα.
Ποικιλίες
του θηλώδους καρκινώματος
-
Κλασσικού
(συνήθους) τύπου (
Conventional)
-
Θυλακιώδους
τύπου
(follicular variant)
-
Θηλώδες
μικροκαρκίνωμα
(PTMC)
-
Υψηλοκυτταρικό
(
Tall cell
)
-
Ογκοκυτταρικό
(oncocytic)
-
Εκ
Κυλινδρικών κυττάρων (
Columnar
cell
)
-
Διάχυτης
σκλήρυνσης
( Diffuse sclerosing)
-
Συμπαγές
Solid)
-
Διαυγοκυτταρικό
(Clear Cell)
-
Ηθμοειδές
(Cribriform Morular)
-
Μακροθυλακιώδες
-
θηλώδες
καρκίνωμα με προέχοντα
hobnail
χαρακτηριστικά
-
θηλώδες
καρκίνωμα με στρώμα δίκην Οζώδους
Περιτονιΐτιδας (PTC/ fasciitis-like stroma)
-
Μεικτό
θηλώδες
και
μυελοειδές
καρκίνωμα
(Combined Papillary and Medullary Carcinoma)
-
θηλώδες
καρκίνωμα με αποδιαφοροποίηση προς
αναπλαστικό καρκίνωμα
Διαγνωστικό
σύστημα κατά Bethesda
(TBSRTC) 2009
Κίνδυνος
Κακοηθείας (
Risk
Of
Malignancy
-
ROM
)
ανά κατηγορία
Η
χρήση της ορολογίας TBSRTC εγκρίθηκε κατά
την έκδοση των αναθεωρημένων κατευθυντήριων
οδηγιών
American
Thyroid
Association
(ATA) του 2015
|
Διαγνωστική
κατηγορία
|
Κίνδυνος
Κακοήθειας
(%)
|
Συνήθης
διαχείριση
|
1
|
Μη-διαγνωστικό
ή Μη ικανοποιητικό
|
|
Επανάληψη
FNA με υπερηχοτομογραφική καθοδήγηση
|
2
|
Καλοήθεια
|
0-3
|
Κλινική
παρακολούθηση (
follow-up)
|
3
|
Ατυπία
αδιευκρίνιστης σημασίας ή θυλακιώδης
αλλοίωση αδιευκρίνιστης σημασίας
|
5-15
|
Επανάληψη
FNA
|
4
|
Θυλακιώδες
νεόπλασμα ή Ύποπτο για Θυλακιώδες
νεόπλασμα
|
15-30
|
Χειρουργική
λοβεκτομή
|
5
|
Ύποπτο
για κακοήθεια
|
60-7
5
|
Σχεδόν
ολική θυρεοειδεκτομή ή Χειρουργική
λοβεκτομή
|
6
|
Κακοήθεια
|
97-99
|
Σχεδόν
ολική θυρεοειδεκτομή
|
Αναθεωρημένο
Διαγνωστικό σύστημα κατά
Bethesda
(
TBSRTC
)
2018 μετά και την εισαγωγή της ιστολογικής
οντότητας
Non
-
Invasive
Follicular
Tumor
with
Papillary
-
Like
Nuclear
Structures
(
NIFTP
)
Η
επικαιροποίηση του διαγνωστικού
συστήματος κατά Bethesda
(TBSRTC) πραγματοποιήθηκε
το 2018 με θέματα σχετικά με:
NIFTP
:
Ακρωνύμιο για το
μη
διηθητικό θυλακιώδες νεόπλασμα με
πυρηνική μορφολογία ομοιάζουσα με
εκείνη του θηλώδους
καρκινώματος. Αφορά προτεινόμενη
ορολογία για τα νεοπλάσματα ταξινομούμενα
μέχρι σήμερα ως «
μη
διηθητικό θηλώδες καρκίνωμα (
PTC
)
θυλακιώδους τύπου (
FVPTC
),
περιβαλλόμενο από κάψα
»
Το
NIFTP δεν παρουσιάζει διακριτές μοριακές
μεταλλαγές θηλώδους καρκινώματος όπως
η μετάλλαξη BRAF V600E
Αναθεωρημένο
Διαγνωστικό σύστημα κατά Bethesda
(TBSRTC) 2018
Κίνδυνος
Κακοηθείας (
Risk
Of
Malignancy
-
ROM
)
ανά κατηγορία
|
Διαγνωστική
κατηγορία
|
Κίνδυνος
Κακοήθειας
(%)
|
Συνήθης
διαχείριση
|
1
|
Μη-διαγνωστικό
ή Μη ικανοποιητικό /
NON
DIAGNOSTIC
|
5-10
|
Επανάληψη
FNA με υπερηχοτομογραφική καθοδήγηση
|
2
|
Καλοήθεια
/ BENIGN
|
0-3
|
Κλινικός
και υπερηχοτομογραφικός επανέλεγχος
(
follow
-
up
)
|
3
|
Ατυπία
αδιευκρίνιστης σημασίας ή θυλακιώδης
αλλοίωση αδιευκρίνιστης σημασίας/
AUS
-
FLUS
|
10-30
|
Επανάληψη
FNA
,
Μοριακή
διερεύνηση ή λοβεκτομή
|
4
|
Θυλακιώδες
νεόπλασμα ή Ύποπτο για Θυλακιώδες
νεόπλασμα/
FN
-
SFN
|
2
5-
4
0
|
Μοριακή
διερεύνηση ή λοβεκτομή
|
5
|
Ύποπτο
για κακοήθεια
/SM
|
50
-7
5
|
Σχεδόν
ολική θυρεοειδεκτομή ή Χειρουργική
λοβεκτομή *
|
6
|
Κακοήθεια
/MALIGNANT
|
97-99
|
Σχεδόν
ολική θυρεοειδεκτομή ή Χειρουργική
λοβεκτομή
|
*
Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, παρέχονται
συστάσεις μοριακής ανάλυσης του
κυτταρολογικού υλικού για να εκτιμηθεί
ο τύπος της χειρουργικής επέμβασης (
λοβεκτομή ή ολική θυρεοειδεκτομή)
Εκτιμώμενες
μεταβολές στο κίνδυνο κακοήθειας των
διαγνωστικών κατηγοριών
TBSRTC
λόγω της ιστοπαθολογικής οντότητας του
«μη διηθητικού θυλακιώδους νεοπλάσματος
με πυρηνική μορφολογία ομοιάζουσα με
εκείνη του θηλώδους
καρκινώματος (ΝΙ
FTP
)»
Συστάσεις - σχόλια
|
Διαγνωστική
κατηγορία
|
Κίνδυνος
Κακοήθειας
με NIFTP
(%)
*
|
Προαιρετικά
σχόλια
|
1
|
Μη-διαγνωστικό
ή Μη ικανοποιητικό
|
Όχι
σημαντική μεταβολή
|
-
|
2
|
Καλοήθεια
|
Όχι
σημαντική μεταβολή
|
-
|
3
|
Ατυπία
αδιευκρίνιστης σημασίας ή θυλακιώδης
αλλοίωση αδιευκρίνιστης σημασίας
|
6-18
|
-
|
4
|
Θυλακιώδες
νεόπλασμα ή Ύποπτο για Θυλακιώδες
νεόπλασμα
|
10-40
|
Η
ιστοπαθολογική διερεύνηση των
περιπτώσεων που έχουν διαγνωστεί κατά
TBSRTC
περιλαμβάνει το
θυλακιώδες
αδένωμα
, το
θυλακιώδες
καρκίνωμα
και τον
θυλακιώδη τύπο του
θηλώδους καρκινώματος
του
θυρεοειδούς, συμπεριλαμβανομένου και
του πρόσφατα περιγραφόμενου αντίστοιχου
NIFTP
|
5
|
Ύποπτο
για κακοήθεια
|
45-60
|
Τα
κυτταρομορφολογικά χαρακτηριστικά
είναι ύποπτα για τον θυλακιώδη τύπο
του θηλώδους καρκινώματος του
θυρεοειδούς και του πρόσφατα
περιγραφόμενου αντίστοιχου
NIFTP
|
6
|
Κακόηθες
|
9
4-96
|
Ένας
μικρός αριθμός περιπτώσεων (3-4%)
διαγνωσμένων κατά
TBSRTC
ως κακοήθεια- συμβατή με θηλώδες
καρκίνωμα του θυρεοειδούς – μπορεί
να αποδειχθεί ως
NIFTP
στην ιστολογική εξέταση
|
*Οι
αλλαγές στον κίνδυνο κακοήθειας στο
σύστημα ταξινόμησης
TBSRTC
λόγω του
NIFTP
βασίζονται σε περιορισμένο αριθμό
αναδρομικών μελετών
Οι
τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες της
Επιστημονικής ‘Ένωσης των ΗΠΑ ‟
American
Thyroid
Association
(
ATA
)″
υιοθετούνται από την Ελληνική
Εταιρεία Κλινικής Κυτταρολογίας σχετικά
με τη διαχείριση ασθενών με οζώδεις
αλλοιώσεις του θυρεοειδούς αδένα.
Είδος
Κυτταρολογικού Υλικού
Στη
σύγχρονη Κλινική Κυτταρολογία, πέραν
της συμβατικής άμεσης επίστρωσης υλικού
σε επιχρίσματα επί αντικειμενοφόρων
πλακών, τόσο η μέθοδος Κυτταρολογίας
Υγρής Φάσης ( Liquid Based
Cytology) όσο και εκείνη της
έγκλεισης υλικού σε παραφίνη (Cell
block) επιτρέπουν τη φύλαξη
κυτταρολογικού υλικού για επικουρικές
μεθόδους χρήσιμες στη διαγνωστική
διερεύνηση των ασθενών και την παροχή
περαιτέρω διαγνωστικής πληροφορίας
στην κλινική ιατρική όπως η
εφαρμογή
μοριακών (γενωμικών) μεθόδων
-
Συμβατικά
άμεσα επιχρίσματα (air-dried ή ethanol-fixed)
– Φρέσκο ή αρχειακό υλικό
-
Κυτταρολογία
Υγρής Φάσης (LBC) – καλύτερα αποτελέσματα
συγκριτικά με τα συμβατικά επιχρίσματα
. Φύλαξη σε θερμοκρασία δωματίου,
κατάψυξη ή βαθιά κατάψυξη έως 6 μήνες
παρέχει αξιόπιστα αποτελέσματα χωρίς
απώλεια της κυτταρικής αντιγονικότητας
-
Cell-block
(μεθανόλη ή 10% ουδέτερη φορμόλη) –
εξαιρετικά αποτελέσματα κυρίως σε
Ανοσοκυτταροχημική διερεύνηση
Cell
blocks
μπορούν να προέρχονται από δείγματα
μονιμοποιημένα σε φορμόλη ή αιθανόλη
ή αλκοολούχο μονιμοποιητικό διάλυμα
υγρής φάσης ή αυτοματοποιημένη τεχνική
φυγοκέντρισης και συλλογής του ιζήματος
(Cellient), με την τεχνική σε φορμόλη να
υπερτερεί σε σχέση με τις άλλες 2 μεθόδους
(υλικό σε φυσιολογικό ορό θρομβωμένο
με πλάσμα και θρομβίνη ή υλικό σε φορμόλη
θρομβωμένο με Histo Gel). -H εκτίμηση της
κυτταρικότητας σε cellblocks βασίζεται σε
τομές βαμμένες με αιματοξυλίνη-ηωσίνη
(Η&Ε) πριν και όχι μετά την επεξεργασία
για μοριακή ανάλυση.
Εφαρμογή
Μοριακών (Γενωμικών) μεθόδων σε
κυτταρολογικό υλικό:
Ανίχνευση
μονήρους στόχου
Ανοσοϊστοχημεία
(IHC)
Ι
n
situ
υβριδισμός
(
ISH)
Απομόνωση
DNA
Απευθείας
Αλληλούχιση
Sanger
Pyrosequencing
Αλληλούχιση
ειδική αλληλομόρφου
Ανοσοϊστοχημεία
(IHC)
Απομόνωση
RNA
qRT-PCR
Ι
n
situ
υβριδισμός
(ISH)
Ανοσοϊστοχημεία
(IHC)
Ανίχνευση
πολλαπλών στόχων
Ποιες
είναι οι αρχές της μοριακής διερεύνησης
FNA δειγμάτων;
-
Οι
μοριακοί δείκτες μπορούν να ταξινομηθούν
ανάλογα με την ενδεδειγμένη χρήση τους
που μπορεί να είναι για
διαγνωστικούς
(
ταξινόμηση της
κατάστασης της νόσου
),
προγνωστικούς
,
ή
προβλεπτικούς
σκοπούς παρέχοντας πληροφορία για
την
εκτιμώμενη πιθανότητα θεραπευτικού
αποτελέσματος ή βλάβης
από τη συγκεκριμένη θεραπεία (επωφελής
ή με συνέπειες). Η επικύρωση μοριακών
δοκιμών περιλαμβάνει εξέταση:
(α)
αναλυτικής εγκυρότητας (περιλαμβάνοντας
τεστ ακρίβειας και αναπαραγωγιμότητας
για τον προσδιορισμό του μοριακού
φαινομένου)
(β)
κλινικής εγκυρότητας (απόδοση του τεστ
στη διάκριση διαφορετικών ομάδων
ασθενών, βασισμένη στη βιολογία ή
εκτιμώμενο αποτέλεσμα της νόσου,
περιλαμβάνοντας μέτρηση της ευαισθησίας
και ειδικότητας ή των προγνωστικών
αξιών), και
(γ)
κλινικής χρησιμότητας (εξέταση της
ικανότητας του τεστ να βελτιώνει τα
αποτελέσματα, με άμεσες συνέπειες
βασισμένες στη κλινική απόφαση)
-
Η
NCCN
Tumor
Marker
Task
-
Force
έχει υποδείξει ότι
η
κλινική χρησιμότητα ενός μοριακού τεστ
θα πρέπει να βασιστεί σε ισχυρές
αποδείξεις που θα αποδεικνύουν ότι η
χρήση αυτού του δείκτη
“
βελτιώνει επαρκώς
την έκβαση των ασθενών ώστε να ενσωματωθεί
στην κλινική πρακτική
”.
-
Όλες
οι μοριακές δοκιμές θα πρέπει να
διεκπεραιώνονται σε Εργαστήρια Μοριακής
Κυτταρολογίας ή Εργαστήρια Αναφοράς
που εφαρμόζουν πρακτικές διασφάλισης
της εργαστηριακής ποιότητας με
CE
-
IVD
αντιδραστήρια έπειτα από σχετική
αναλυτική και κλινική επικύρωση των
πειραματικών μεθόδων
Ο
ρόλος της FNA θυρεοειδούς στην κυτταρολογική
ερμηνεία και ο μοριακός έλεγχος σε
ασθενείς με οζίδια του θυρεοειδούς;
-
Μη
διαγνωστική κυτταρολογία
Για
έναν όζο με αρχικό μη διαγνωστικό
κυτταρολογικό αποτέλεσμα, η
FNA
θα πρέπει να επαναλαμβάνεται με
US
καθοδήγηση και, εφόσον είναι εφικτό,
με
on
-
site
κυτταρολογική εκτίμηση
-
Καλοήθης
κυτταρολογία
Εφόσον
ο όζος είναι κυτταρομορφολογικά
καλοήθης, περαιτέρω άμεσες διαγνωστικές
δοκιμές ή θεραπεία δεν απαιτούνται
-
Κακοήθης
κυτταρολογία
Εφόσον
ένα κυτταρολογικό αποτέλεσμα είναι
διαγνωστικό για πρωτοπαθή κακοήθεια
θυρεοειδούς, προτείνεται χειρουργική
αντιμετώπιση.
Όμως,
η στενή παρακολούθηση μπορεί να θεωρηθεί
ως διαδικασία εναλλακτική
της άμεσης επέμβασης
σε:
(
A
)
ασθενείς με χαμηλού κινδύνου όγκους
(π.χ., θηλώδη μικροκαρκινώματα χωρίς
κλινικά εμφανείς μεταστάσεις ή τοπική
διήθηση, και ενδεικτική κυτταρολογική
εικόνα επιθετικής νόσου),
(
B
)
ασθενείς υψηλού χειρουργικού κινδύνου
(Γ)
ασθενείς που αναμένεται να έχουν μικρό
προσδόκιμο ζωής (π.χ., σοβαρή καρδιοπνευμονική
νόσος, άλλες κακοήθειες, πολύ προχωρημένη
ηλικία), ή
(Δ)
ασθενείς με ταυτόχρονα παθολογικό ή
χειρουργικής φύσης υπόβαθρο, που θα
πρέπει να συνεκτιμηθεί πριν την
χειρουργική αντιμετώπιση θυρεοειδούς.
-
Μετά
από χειρουργική αντιμετώπιση θηλώδους
μικροκαρκινώματος θυρεοειδούς(
PTMC
),
διαμέτρου <1
cm
,
ποσοστά θνησιμότητας έχουν αναφερθεί
<1% ,και ποσοστά υποτροπής 2%–6%, Είναι
πολύ πιθανόν ότι αυτά τα εξαιρετικά
αποτελέσματα να σχετίζονται περισσότερο
με τη φύση της νόσου παρά με την
αποτελεσματικότητα της θεραπείας.
-
Ομοίως,
γνωστά ογκογονίδια
του καρκίνου θυρεοειδούς, όπως
BRAF
,
όταν υπολογίζονται ως μεμονωμένα, δεν
έχουν την ικανότητα της ειδικής
ανίχνευσης μικροκαρκινωμάτων που θα
εξελιχθούν και θα επεκταθούν εκτός
θυρεοειδούς.
Η
συχνότητα των μεταλλάξεων
BRAF
V
600
E
σε
PTMC
με λεμφαδενικές μεταστάσεις και η
συχνότητα υποτροπής του όγκου είναι
υψηλότερη από ότι σε
PTMC
χωρίς μεταστάσεις σε λεμφαδένα ή
υποτροπή. Μελέτες έδειξαν ότι παρόλο
που η παρουσία μίας
BRAF
V
600
E
μετάλλαξης
ανιχνεύει 65%–77% των ασθενών με
PTMC
που θα
αναπτύξουν
λεμφαδενικές μεταστάσεις, η ανίχνευση
BRAF
εκτιμώμενη
μεμονωμένα έχει χαμηλή θετική προγνωστική
αξία (
PPV
)
για την ανεύρεση
PTMC
με εξωθυρεοειδική επέκταση και επομένως
έχει περιορισμένο ρόλο στην διαχείριση
του ασθενούς
. Όμως,
πρόσφατα δεδομένα προτείνουν ότι
συγκεκριμένα μοριακά προφίλ, όπως
η
συνύπαρξη
BRAF
με
λοιπές ογκογόνες μεταλλάξεις όπως
PIK
3
CA
,
AKT
1
,
TERT
υποδοχέας
, ή
TP
53
μεταλλάξεις
μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως ειδικοί
δείκτες για
PTC
με βιολογική συμπεριφορά λιγότερο
ευνοϊκής έκβασης
.
-
Μελλοντικές
μελέτες αναμένονται να καθορίσουν την
επίδραση των μοριακών προφίλ που
περιλαμβάνουν πολλαπλές μεταλλάξεις
ή άλλες γενετικές μεταβολές στη κλινική
διαχείριση ασθενών με
PTMC
.
-
Η
προτεινόμενη χρήση μοριακών δεικτών
για δείγματα FNA θυρεοειδούς αμφίβολης
κατηγορίας κατά TBSRTC
είναι διαγνωστική διαδικασία,
για τη λήψη αποφάσεων
χειρουργικής αντιμετώπισης.
Πρέπει
να τονιστεί
ότι
μακροπρόθεσμα αποτελέσματα από την
επικουρική χρήση μοριακών δεικτών για
λήψη θεραπευτικής απόφασης επί του
παρόντος δεν υπάρχουν, και επομένως
δεν γνωρίζουμε εάν η ενσωμάτωση των
μοριακών δεικτών στην καθημερινή
ιατρική πρακτική θα ωφελήσει τους
ασθενείς με όζους θυρεοειδούς.
-
Οι
μεγαλύτερες μελέτες μοριακών δεικτών
προεγχειρητικά
σε ασθενείς με απροσδιόριστη
FNA
κυτταρολογία έχουν αξιολογήσει
ένα
πάνελ 7 γονιδίων για γενετικές μεταλλάξεις
και αναδιατάξεις
(
BRAF
,
NRAS
,
HRAS
,
KRAS
,
RET
/
PTC
1,
RET
/
PTC
3,
και
PAX
8/
PPAR
γ
)
(
16
),
έναν
ταξινομητή γενετικής έκφρασης
(167
GEC
;
mRNA
έκφραση
167 γονιδίων)
(17),
και
galectin
-3
άνοσοϊστοχημεία
(
cellblocks
)
(18).
Αυτές οι μελέτες παρουσιάζουν ωστόσο
ετερογένεια
(16-18)
ως προς την έκβαση του αποτελέσματος.
-
Η
ανάλυση μεταλλάξεων έχει προταθεί για
χρήση ως τεστ διαλογής λόγω της υψηλής
αναφερόμενης ειδικότητας
(86%–100%)
και
PPV
(
84%–100%)
(
19
).
Παρόλο που
η
μεμονωμένη
BRAF
V
600
E
ανίχνευση
μετάλλαξης
έχει
εκτιμηθεί ότι έχει ειδικότητα περίπου
99% (
δεδομένα
από 1117 όζους με ιστοπαθολογική επιβεβαίωση
σε πολλές μελέτες
),
η ευαισθησία θεωρείται πολύ χαμηλή
ώστε να αποκλειστεί με αξιοπιστία η
κακοήθεια
.
(20,21,22)
.
-
Έτσι,
τα πάνελ μεταλλάξεων έχουν διευρυνθεί
ώστε να περιλαμβάνουν πολλαπλές
μεταλλάξεις/αναδιατάξεις
όπως
BRAF
,
NRAS
,
HRAS
,
KRAS
,
RET
/
PTC
1,
RET
/
PTC
3
,
και
PAX
8/
PPAR
γ
και
άλλες γενετικές αναδιατάξεις .
-Σε
όζους θυρεοειδούς απροσδιόριστης
κυτταρολογίας, η
ευαισθησία
ενός πάνελ μεταλλάξεων 7 γονιδίων
ποικίλλει από 44% έως 100% .
Για το λόγο αυτό, πάνελ περιορισμένου
αριθμού γονιδίων ενδέχεται να μην
αποκλείουν με αξιοπιστία κακοήθεια σε
περίπτωση αρνητικού τεστ.
Ενώ
η
ειδικότητα
είναι από 84% σε
RAS
μεταλλάξεις έως 100% σε BRAF, RET/PTC ή PAX8/PPARγ
μεταλλάξεις (23).
-Το
διαθέσιμο πάνελ των 7 γονιδίων προτάθηκε
ως το πλέον χρήσιμο σε περιπτώσεις
χειρουργικής αντιμετώπισης, καθόσον η
χειρουργική προσέγγιση μεταβάλλεται
σε περίπτωση ενός θετικού τεστ,
ωστόσο
απαιτούνται μακροπρόθεσμα δεδομένα
συνολικού οφέλους της θεραπευτικής
στρατηγικής. Το εν λόγω πάνελ χρησιμοποιείται
με αλγόριθμους λήψης κλινικής απόφασης
ως προς την έκταση της χειρουργικής
αντιμετώπισης (π.χ., λοβεκτομή ή ολική
θυρεοειδεκτομή)
(16)
που ανανεώνονται συνεχώς, δεδομένου
ότι δεν υπάρχει επαρκής βιβλιογραφία
ώστε να είναι επίσημες κατευθυντήριες
οδηγίες.
-
Χρήση
του πάνελ 167
GEC
(
Afirma
gene
expression
classifier
/
GEC
)
έχει
προταθεί ως τεστ αποκλεισμού της
κακοήθειας λόγω της υψηλής ευαισθησίας
(90%) και
NPV
(95%)
(
17
),
ενώ,
λόγω της σχετικά χαμηλής ειδικότητας
του 167
GEC
test
(53% σε απροσδιόριστους όζους ιστολογικά
επιβεβαιωμένους) καθώς και χαμηλής
PPV
(38%) δεν εγγυάται την παρουσία κακοήθειας
στους απροσδιόριστους όζους
.
-
Next
-
generation
sequencing
ενός
διευρυμένου
πάνελ
σημειακών μεταλλάξεων, προσθαφαιρέσεων
μίας βάσης (
indels
),
και γενετικών αναδιατάξεων
7
γονιδίων
BRAF
,
NRAS
,
HRAS
,
KRAS
,
RET
/
PTC
1,
RET
/
PTC
3
,
και
PAX
8/
PPAR
γ
έχει
ευαισθησία
90% για
κυτταρολογικά
δείγματα διαγνωστικής κατηγορίας
Θυλακιώδες
νεόπλασμα ή Ύποπτο για Θυλακιώδες
νεόπλασμα (
FN
/
SFN
)
σε μία μελέτη με ιστολογική επιβεβαίωση
(
24
)
και σε άλλες μελέτες 57-75% (16,19). Επίσης,
εμφανίζει
ειδικότητα
97-100%, ΡΡ
V
87-100% και
NPV
79-86% (16,19).
-
Όζοι
από τους οποίους απουσιάζουν οι παραπάνω
μεταλλάξεις έχουν ακόμα σημαντικό
κίνδυνο για καρκίνο, καθόσον φέρουν
μεταλλάξεις εκτός του πάνελ 7 γονιδίων
(
16
).
-
Χρήση
του πάνελ 167
GEC
παρουσιάζει 94%
NPV
και 37%-53%
PPV
(17)
ωστόσο αφορά μελέτες με μικρό δείγμα.
-
Σύσταση
για χειρουργική αντιμετώπιση
όπως και σε περίπτωση κακοήθειας
λαμβάνοντας υπόψιν κλινικούς παράγοντες
κινδύνου, υπερηχοτομογραφικά
χαρακτηριστικά, προτίμηση ασθενούς
και αποτελέσματα πιθανής μοριακής
ανάλυσης (εφόσον γίνεται).
-
Ένδειξη
για μοριακή ανάλυση
είτε μόνον για
BRAF
είτε για το πάνελ των 7 γονιδίων
(
BRAF
,
NRAS
,
HRAS
,
KRAS
,
RET
/
PTC
1,
RET
/
PTC
3
,
και
PAX
8/
PPAR
γ)
μόνον όταν τα
αποτελέσματα αναμένονται να αλλάξουν
την απόφαση για χειρουργική αντιμετώπιση,
ειδικά μετά από ένα θετικό μοριακό
αποτέλεσμα.
-
Οι
BRAF
μεταλλάξεις
παρέχουν
σχεδόν 100% πιθανότητα κακοήθειας σε
περίπτωση θετικού αποτελέσματος
(
PPV
100%), με ευαισθησία 36% (
16
),
γεγονός που μειώνει την αξιοπιστία του
σε
περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος
.
-
To
πάνελ των 7 γονιδίων
εμφανίζει ευαισθησία 50%–68%, ειδικότητα
86%–96%,
PPV
80%–95%, και Ν
PV
72%–75% (16,19).
-
Χρήση
του πάνελ 167
GEC
παρουσιάζει
PPV
παρόμοια της Κυτταρολογίας (76%) και
NPV
85% (
17
)
και δεν ενδείκνυται σε αυτήν την
κυτταρολογική κατηγορία των ασθενών.
Εκτίμηση
επίπτωσης
BRAF
V
600
E
και
άλλων μεταλλάξεων στην επικινδυνότητα
θηλώδους καρκινώματος του θυρεοειδούς
-
Σημαντική
συσχέτιση
BRAF
V
600
E
wild
-
type
μετάλλαξης με
θνησιμότητα
σε ασθενείς με λεμφαδενικές μεταστάσεις
ή απομακρυσμένες μεταστάσεις ή σταδίου
Ι
V
και ηλικία >=45 ετών κατά τη στιγμή της
διάγνωσης (25).
-
Σημαντική
συσχέτιση
BRAF
V
600
E
wild
-
type
μετάλλαξης με κίνδυνο υποτροπής (
26
)
με ποσοστά 2-36% και γενικότερα 11-40%
Σημαντικός
δείκτης υποτροπής της νόσου
-
Σημαντική
συσχέτιση
BRAF
V
600
E
επίσης με τον ιστολογικό υπότυπο
(ποικιλία)
-
Σημαντική
συσχέτιση
BRAF
V
600
E
με θηλώδη μικροκαρκινώματα (<1εκ)
(εντοπίζεται στο 30-67% του συνόλου με
κίνδυνο υποτροπής 1-7%) ακόμη μικρότερος
κίνδυνος όταν είναι
T
1
a
,
N
0,
M
0
-
Σημαντική
συσχέτιση
BRAF
V
600
E
με
κλινικο-παθολογικούς παράγοντες
κινδύνου
-
BRAF
V
600
E
δεν
συνιστάται η χρήση μεμονωμένα για
πρόγνωση καρκίνου
-
BRAF
V
600
E
δ
εν
συνιστάται ως εξέταση ρουτίνας για
αρχική εκτίμηση κινδύνου μετά τη
χειρουργική θεραπεία σε διαφοροποιημένο
καρκίνωμα θυρεοειδούς
(δεν είναι ξεκάθαρες οι κλινικές
συνέπειες).
-
Συσχέτιση
ΤΡ53 και ΤΕ
RT
μεταλλάξεων με θνησιμότητα σε καρκινώματα
θυρεοειδούς χαμηλής διαφοροποίησης
και αναπλαστικά.
-
Συσχέτιση
ΤΡ53,
BRAF
και
PIK
3
CA
μεταλλάξεων με
πνευμονικές μεταστάσεις
-
Συσχέτιση
μεταλλάξεων υποδοχέα
TERT
με αποδιαφοροποιημένο καρκίνο θυρεοειδούς
-
Ο
συνδυασμός
TERT
&
BRAF
μεταλλάξεων στον ίδιο όγκο ένδειξη
υψηλού κίνδυνου υποτροπής (
27
).
-
Οι
μοριακοί δείκτες, εκτός
BRAF
,μόνοι
ή σε συνδυασμό μπορεί να είναι
υποβοηθητικοί στην εκτίμηση του κινδύνου
για καρκίνο του θυρεοειδούς παρέχοντας
μεγαλύτερη ακρίβεια από ότι μόνον το
BRAF
test
.
Αντιμετώπιση
απομακρυσμένων μεταστάσεων
Σε
περίπτωση μεταστατικού όγκου, το πάνελ
των 7 γονιδίων (
BRAF
,
NRAS
,
HRAS
,
KRAS
,
RET
/
PTC
1,
RET
/
PTC
3,
και
PAX
8/
PPAR
γ)
δεν έχει χρησιμότητα στη εκτίμηση της
πρόγνωσης ούτε στην ανταπόκριση της
θεραπείας, αν και, η παρουσία αρκετών
μεταλλάξεων
BRAF
V
600
E
ή
PAX
8/
PPAR
γ
απαιτούνται
για κλινικές δοκιμές.
Η
ανάλυση μεταλλάξεων επί του παρόντος
δεν συστήνεται ως εξέταση ρουτίνας.
Κατευθύνσεις
για μελλοντική έρευνα
Βελτιστοποίηση
μοριακών δεικτών για διάγνωση, πρόγνωση
και θεραπευτικούς στόχους
-
Σημαντική
πρόοδος υπήρξε τα τελευταία χρόνια
στην κατανόηση των γενετικών μηχανισμών
καρκίνου του θυρεοειδούς και στη
δημιουργία μοριακών δοκιμών για διάγνωση
καρκίνου και πρόγνωση σε όζους του
θυροειδούς.
-
Η
Cancer
Genome
Atlas
(
TCGA
)
έχει οδηγήσει στην ανίχνευση μεταλλάξεων
και γενετικών τροποποιήσεων σε >90%
των καρκίνων θυρεοειδούς, καθιστώντας
τον έναν από τους καλύτερα χαρακτηρισμένους
γενετικά καρκίνους (
28
)
εστιάζοντας μόνον στο θηλώδες καρκίνωμα.
-
Ν
GS
επιτρέπει την ανίχνευση αυτών των
τροποποιήσεων από ένα μικρό κυτταρικό
δείγμα
FNA
-
Πρόοδος
στην ανίχνευση μεταλλάξεων, ή άλλων
γενετικών τροποποιήσεων (έκφραση
γονιδίων,
miRNA
),
και επιγενετικών δεικτών
αποτελούν
μελλοντικούς στόχους
στη βελτίωση του εντοπισμού καρκίνου
σε όζους του θυρεοειδούς ώστε να
παρέχεται πρόγνωση του κινδύνου του
καρκίνου με υψηλή ακρίβεια ώστε να
μειωθούν δραματικά οι περιπτώσεις
αβεβαιότητας
σε
απροσδιόριστη
FNA
κυτταρολογία.
-
Επιπλέον,
όσο το κόστος του
NGS
μειώνεται και τα αναλυτικά εργαλεία
γίνονται πιο αποτελεσματικά, το κόστος
των μοριακών δοκιμών αναμένεται να
μειωθεί καθιστώντας τα
cost
-
efficient
.
-
Μεταλλάξεις
TP
53,
TERT
χωρίς ή σε συνδυασμό με
BRAF
σε καλά διαφοροποιημένα θηλώδη ή
θυλακιώδη καρκινώματα σχετίζονται με
πιο επιθετική συμπεριφορά του όγκου.
Περαιτέρω μελέτες θα προσφέρουν πιο
ειδικές πληροφορίες.
-
Ερευνητικοί
στόχοι αφορούν αποφάσεις θεραπευτικής
επιλογής (πχ. έκταση χειρουργικής
αντιμετώπισης, θεραπεία με
multi
-
kinase
και ειδικούς αναστολείς
kinase
ή συνδυασμό αυτών).
-
Νέες
γενετικές μεταλλάξεις/αναδιατάξεις
που εμπλέκονται στην παθογένεση του
καρκίνου του θυρεοειδούς όπως
ALK
και
NTRK
3
,
αναμένονται να προσφέρουν νέους
αποτελεσματικούς θεραπευτικούς στόχους.
-
Τέλος,
νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις σε
γονίδια στόχους που συχνά μεταλλάσσονται
στον καρκίνο του θυρεοειδούς όπως
γονίδια
RAS
είναι υπό μελέτη και αναμένεται να
ενταχθούν σε μελλοντικές κλινικές
δοκιμές.
-
Προοδευτικές
μακροπρόθεσμες μελέτες όπως
RCTs
,
θα χρειαστούν για να καθορίσουν την
κατάλληλη χειρουργική και μετεγχειρητική
διαχείριση των ασθενών βασισμένη σε
μοριακές δοκιμές, επιτρέποντας
περισσότερο εξατομικευμένη αντιμετώπιση
αυτών των ασθενών.
Βιβλιογραφία
1. Vander
JB, Gaston EA, Dawber TR. 1968.The significance of nontoxic thyroid
nodules.Final report of a 15-year study of the incidence of thyroid
malignancy. Ann Intern Med 69:537–540
2. Tunbridge
W M, Evered DC, Hall R, Appleton D, Brewis M, Clark F, Evans JG,
Young E, Bird T, Smith PA. 1977. The spectrum of thyroid disease
in a community: the Whickham survey. Clin Endocrinol
(Oxf) 7:481–493
3. Tan
GH, Gharib H. 1997. Thyroid incidentalomas: management
approaches to nonpalpable nodules discovered incidentally on thyroid
imaging. Ann Intern Med 126:226–231
4. Guth
S, Theune U, Aberle J, Galach A, Bamberger CM. 2009. Very high
prevalence of thyroid nodules detected by high frequency (13 MHz)
ultrasound examination. Eur J Clin Invest 39:699–706
5. Hegedus
L. 2004.Clinical practice.The thyroid nodule. N Engl. J
Med 351:1764–1771
6.
Bryan
R. Haugen,
,
Erik
K. Alexander, Keith
C. Bible, Gerard
M. Doherty, Susan
J. Mandel, Yuri
E. Nikiforov, Furio
Pacini, Gregory
W. Randolph, Anna
M. Sawka, Martin
Schlumberger,
Kathryn
G. Schuff,
Steven
I. Sherman, Julie
Ann Sosa, David
L. Steward, R.
Michael Tuttle, and Leonard
Wartofsky
.
2015
American Thyroid Association Management Guidelines for Adult Patients
with Thyroid Nodules and Differentiated Thyroid Cancer: The American
Thyroid Association Guidelines Task Force on Thyroid Nodules and
Differentiated Thyroid Cancer
Thyroid
.
2016 Jan 1; 26(1): 1–133.
7.
Davies
L, Welch HG. 2014. Current thyroid cancer trends in the United
States. JAMA Otolaryngol. Head Neck Surg 140:317–322
8. Leenhardt
L, Bernier MO, Boin-Pineau MH, Conte DB, Maréchaud R, Niccoli-Sire
P, Nocaudie M, Orgiazzi J, Schlumberger M, Wémeau JL,
Cherie-Challine L, De Vathaire F. 2004. Advances in diagnostic
practices affect thyroid cancer incidence in France. Eur J
Endocrinol 150:133–139
9.
Aschebrook-Kilfoy B, Schechter RB, Shih YC, Kaplan EL, Chiu BC,
Angelos P, Grogan RH. 2013. The clinical and economic burden of
a sustained increase in thyroid cancer incidence. Cancer
Epidemiol Biomarkers Prev 22:1252–1259
10.
Yoder, B. J., Redman, R. & Massoll, N. A. 2006. Validation Of A
Five-Tier Cytodiagnostic System For Thyroid Fine Needle Aspiration
Biopsies Using Cytohistologic Correlation. Thyroid,
16,
781-6.
11.
Rabaglia, J. L., Kabbani, W.,
Wallace, L., Holt, S., Watumull, L., Pruitt, J., Snyder, W. H. &
Nwariaku, F. E. 2010. Effect Of
The Bethesda System Forreporting thyroid cytopathology on
thyroidectomy rates and malignancy
risk in cytologically indeterminate
lesions. Surgery,
148,
1267-72; discussion
1272-3.
12.
Baloch, Z. W., Livolsi, V. A., Asa, S. L., Rosai, J., Merino, M. J.,
Randolph, G., Vielh, P., Demay, R. M., Sidawy, M. K. & Frable, W.
J. 2008. Diagnostic terminology and morphologic criteria for
cytologic diagnosis of thyroid lesions: a synopsis of the National
Cancer Institute Thyroid Fine-Needle Aspiration State of the Science
Conference. Diagn Cytopathol, 36,
425-37.
13.
Cibas,
E. S. & Ali, S. Z. 2009. The Bethesda System For Reporting
Thyroid Cytopathology. Am J Clin Pathol, 132,
658-65.
14.
Kocjan, G., Cochand-Priollet, B., De Agustin, P. P., Bourgain, C.,
Chandra, A., Daneshbod, Y., Deery, A., Duskova, J., Ersoz, C., Fadda,
G., Fassina, A., Firat, P., Jimenez-Ayala, B., Karakitsos, P.,
Koperek, O., Matesa, N., Poller, D., Thienpont, L., Ryska, A.,
Schenck, U., Sauer, T., Schmitt, F., Tani, E., Toivonen, T., Totsch,
M., Troncone, G., Vass, L. & Vielh, P. 2010. Diagnostic
terminology for reporting thyroid fine needle aspiration cytology:
European Federation of Cytology Societies thyroid working party
symposium, Lisbon 2009. Cytopathology, 21,
86-92.
15.
Cochand-Priollet, B., Schmitt,
F. C., Totsch, M. & Vielh, P. 2011. The bethesda terminology for
reporting thyroid cytopathology: from theory to practice in europe.
Acta Cytol, 55,507-11.
16.
. Nikiforov
YE, Ohori NP, Hodak SP, Carty SE, LeBeau SO, Ferris RL, Yip L,
Seethala RR, Tublin ME, Stang MT, Coyne C, Johnson JT, Stewart AF,
Nikiforova MN. 2011. Impact of mutational testing on the
diagnosis and management of patients with cytologically indeterminate
thyroid nodules: a prospective analysis of 1056 FNA samples. J
Clin Endocrinol Metab 96:3390–3397
17. Alexander
EK, Kennedy GC, Baloch ZW, Cibas ES, Chudova D, Diggans J, Friedman
L, Kloos RT, LiVolsi VA, Mandel SJ, Raab SS, Rosai J, Steward DL,
Walsh PS, Wilde JI, Zeiger MA, Lanman RB, Haugen BR.
2012. Preoperative diagnosis of benign thyroid nodules with
indeterminate cytology. N Engl J Med 367:705–715
18. Bartolazzi
A, Orlandi F, Saggiorato E, Volante M, Arecco F, Rossetto R,
Palestini N, Ghigo E, Papotti M, Bussolati G, Martegani MP,
Pantellini F, Carpi A, Giovagnoli MR, Monti S, Toscano V,
Sciacchitano S, Pennelli GM, Mian C, Pelizzo MR, Rugge M, Troncone G,
Palombini L, Chiappetta G, Botti G, Vecchione A, Bellocco R.
2008. Galectin-3-expression analysis in the surgical selection
of follicular thyroid nodules with indeterminate fine-needle
aspiration cytology: a prospective multicentre study. Lancet
Oncol 9:543–549
19. Nikiforov
YE, Steward DL, Robinson-Smith TM, Haugen BR, Klopper JP, Zhu Z,
Fagin JA, Falciglia M, Weber K, Nikiforova MN. 2009. Molecular
testing for mutations in improving the fine-needle aspiration
diagnosis of thyroid nodules. J Clin Endocrinol
Metab 94:2092–2098
20. Nikiforov
YE, Nikiforova MN. 2011. Molecular genetics and diagnosis of
thyroid cancer. Nat Rev Endocrinol 7:569–580
21. Kim
SK, Hwang TS, Yoo YB, Han HS, Kim DL, Song KH, Lim SD, Kim WS, Paik
NS. 2011. Surgical results of thyroid nodules according to a
management guideline based on the BRAF (V600E) mutation status. J
Clin Endocrinol Metab 96:658–664
22. Adeniran
AJ, Hui P, Chhieng DC, Prasad ML, Schofield K, Theoharis C.
2011. BRAF mutation testing of thyroid fine-needle aspiration
specimens enhances the predictability of malignancy in thyroid
follicular lesions of undetermined significance. Acta
Cytol 55:570–575
23. Beaudenon-Huibregtse
S, Alexander EK, Guttler RB, Hershman JM, Babu V, Blevins TC, Moore
P, Andruss B, Labourier E. 2014. Centralized molecular testing
for oncogenic gene mutations complements the local cytopathologic
diagnosis of thyroid nodules. Thyroid 24:1479–1487
24. Nikiforov
YE, Carty SE, Chiosea SI, Coyne C, Duvvuri U, Ferris RL, Gooding WE,
Hodak SP, LeBeau SO, Ohori NP, Seethala RR, Tublin ME, Yip L,
Nikiforova MN. 2014. Highly accurate diagnosis of cancer in
thyroid nodules with follicular neoplasm/suspicious for a follicular
neoplasm cytology by ThyroSeq v2 next-generation sequencing
assay. Cancer 120:3627–3634
25. Xing
M, Alzahrani AS, Carson KA, Viola D, Elisei R, Bendlova B, Yip L,
Mian C, Vianello F, Tuttle RM, Robenshtok E, Fagin JA, Puxeddu E,
Fugazzola L, Czarniecka A, Jarzab B, O'Neill CJ, Sywak MS, Lam AK,
Riesco-Eizaguirre G, Santisteban P, Nakayama H, Tufano RP, Pai SI,
Zeiger MA, Westra WH, Clark DP, Clifton-Bligh R, Sidransky D,
Ladenson PW, Sykorova V. 2013. Association
between
BRAF
V600E
mutation
and mortality in patients with papillary thyroid
cancer. JAMA 309:1493–1501
26. Tufano
RP, Teixeira GV, Bishop J, Carson KA, Xing M. 2012. BRAF
mutation in papillary thyroid cancer and its value in tailoring
initial treatment: a systematic review and meta-analysis. Medicine
(Baltimore) 91:274–286
27. Xing
M, Liu R, Liu X, Murugan AK, Zhu G, Zeiger MA, Pai S, Bishop J.
2014.
BRAF
V600E
and
TERT promoter mutations cooperatively identify the most aggressive
papillary thyroid cancer with highest recurrence. J Clin
Oncol 32:2718–2726
28. Cancer
Genome Atlas Research Network 2014. Integrated genomic
characterization of papillary thyroid carcinoma. Cell
159:676–690
Εκ
μέρους του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας
Κλινικής Κυτταρολογίας
Η
Συντακτική Ομάδα
-
Εμμανουήλ
Μαστοράκης, Πρόεδρος ΔΣ Ελληνικής
Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας
-
Νασιουτζίκη
Μαρία, Γενική Γραμματέας Ελληνικής
Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας
-
Βαβουλίδης
Ελευθέριος MSc PhD(c), Μοριακός Γενετιστής
|
Περίληψη
Οι Ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες για τη διασφάλιση της ποιότητας των προσυμπτωματικών ελέγχων για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας αναφέρονται στο Πρόγραμμα "Η Ευρώπη κατά του Καρκίνου". Η πρώτη έκδοση καθιέρωσε τις αρχές του οργανωμένου πληθυσμιακού προσυμπτωματικού ελέγχου και έδωσε έναυσμα σε πολλά πιλοτικά προγράμματα. Στη δεύτερη διεπιστημονική έκδοση που δημοσιεύτηκε το 2008 δόθηκε σημαντική προσοχή σε οργανωμένες πολιτικές προγραμμάτων με βάση τον πληθυσμό, οι οποίες ελαχιστοποιούν τις αρνητικές παρενέργειες και μεγιστοποιούν τα οφέλη του προσυμπτωματικού ελέγχου. Η βελτιωμένη έκδοση των κατευθυντήριων οδηγιών έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις σε χώρες όπου δεν υπάρχουν ακόμη προγράμματα προσυμπτωματικών ελέγχων και στις οποίες στο παρελθόν είχε προτιμηθεί ο ευκαιριακός έλεγχος. Στη δεύτερη έκδοση εξετάζονται, εξάλλου, και άλλες μεθοδολογικές πλευρές, όπως οι μελλοντικές προοπτικές του ελέγχου του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων και του ρόλου του εμβολιασμού για τον έλεγχο του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Εκτός αυτού, συντάσσονται συστάσεις για τη μελλοντική ένταξη των ως άνω τεχνολογιών στις Ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες σε σχετικό πρόγραμμα που υποστηρίζεται από το Πρόγραμμα Υγείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στις προαναφερθείσες οδηγίες στηρίχτηκε η Ελληνική Εταιρεία Κλινικής Κυτταρολογίας για τη σύνταξη αντίστοιχα προτεινόμενων οδηγιών για του Έλληνες Ιατρούς Κυτταρολόγους.
Εισαγωγή
Ο καρκίνος εμφανίζεται συχνά στους ηλικιωμένους, αλλά ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας πλήττει, κατά κύριο λόγο, νεαρότερες σε ηλικία γυναίκες: η πλειοψηφία των περιστατικών εμφανίζονται στην ηλικιακή ομάδα μεταξύ 35 και 50 ετών, όταν πολλές γυναίκες ασχολούνται ενεργά με τη σταδιοδρομία τους ή φροντίζουν την οικογένειά τους.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αναφέρονται ετησίως 34.000 νέα περιστατικά και >16.000 θάνατοι λόγω καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Η επιβάρυνση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας είναι ιδιαίτερα επαχθής στα νέα κράτη μέλη. Τα υψηλότερα παγκοσμίως ετήσια ποσοστά αναφέρονται σήμερα για τη Ρουμανία και τη Λιθουανία (13,7/100.000 και 10,0/100.000, αντιστοίχως) και τα χαμηλότερα στη Φινλανδία (1,1/100.000) και Ελλάδα (< 2/100.000).
Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας ελέγχεται αποτελεσματικότερα από όλους τους κακοήθεις όγκους μέσω προσυμπτωματικών ελέγχων. Η ανίχνευση κυτταρολογικών ανωμαλιών με τη μικροσκοπική εξέταση τεστ Παπανικολάου και η επακόλουθη θεραπευτική αντιμετώπιση γυναικών με υψηλού βαθμού ανωμαλίες προλαμβάνουν την ανάπτυξη του καρκίνου.
Ο κυτταρολογικός οργανωμένος προσυμπτωματικός έλεγχος ανά 3-5 χρόνια μπορεί να μειώσει τον επιπολασμό του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας μέχρι και 80% . Τα οφέλη αυτά επιτυγχάνονται μόνον εφ' όσον η ποιότητα είναι η βέλτιστη δυνατή σε κάθε στάδιο της διαδικασίας του προσυμπτωματικού ελέγχου, από την ενημέρωση/πληροφόρηση και την πρόσκληση του επιλέξιμου πληθυσμού-στόχου έως τις επιδόσεις της δοκιμασίας ελέγχου και της μεταπαρακολούθησης (follow-up) και, εφ' όσον είναι απαραίτητο, της θεραπευτικής αντιμετώπισης των γυναικών στις οποίες ανιχνεύτηκαν κατά τον έλεγχο ανωμαλίες.
Η διασφάλιση της ποιότητας του προσυμπτωματικού ελέγχου απαιτεί ένα αξιόπιστο και ισχυρό σύστημα διαχείρισης και συντονισμού του προγράμματος, διασφαλίζοντας επαρκείς επιδόσεις σε όλες τις πλευρές των υπηρεσιών. Χρειάζεται προσοχή όχι μόνον στην επικοινωνία και τις τεχνικές πλευρές, αλλά και στα πιστοποιημένα προσόντα του προσωπικού, στην παρακολούθηση των επιδόσεων και στην ελεγκτική διαδικασία, καθώς και στην αξιολόγηση των επιπτώσεων του προσυμπτωματικού ελέγχου στο βάρος της νόσου.
Η πολιτική πληθυσμιακών προσυμπτωματικών ελέγχων και η διοργάνωση οι οποίες συμμορφώνονται με τεκμηριωμένα πρότυπα και διαδικασίες παρέχουν το γενικό προγραμματικό πλαίσιο που είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση ποιότητας και, συνεπώς, ζωτικής σημασίας για την επιτυχία οιουδήποτε προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Πίνακας 1. Χαρακτηριστικά-κλειδιά του προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας
-
Δομή του προγράμματος
-
Ζώνη επιρροής
-
Ημερομηνία έναρξης του προγράμματος (μήνας, έτος)
-
Στοχευόμενη μικρότερη ηλικία προσυμπτωματικού ελέγχου
-
Στοχευόμενη μεγαλύτερη ηλικία προσυμπτωματικού ελέγχου
-
Συνιστώμενο χρονικό διάστημα μεταξύ δοκιμασιών με αρνητικό αποτέλεσμα (σε έτη)
-
Ομάδες (αν είναι απαραίτητο) μη επιλέξιμες για συμμετοχή στον προσυμπτωματικό έλεγχο (π.χ. γυναίκες που έχουν υποστεί υστερεκτομή)α
-
Δοκιμασία προσυμπτωματικού ελέγχου
-
Το πρόγραμμα προσκαλεί
2.1 Όλες τις γυναίκες του επιλέξιμου πληθυσμού-στόχου που δεν έκαναν τεστ Παπ εντός του συνιστώμενου μεσοδιαστήματος προσυμπτωματικού ελέγχου (3 ή 5 έτη)
2.2 Η πρόσκληση περιλαμβάνει
Πρόσκληση να επικοινωνήσουν για να κανονίσουν ραντεβού στην κοντινότερη μονάδα ΠΦΥ
Γίνονται υπενθυμίσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης
Σε όλες τις γυναίκες
Σε ορισμένες γυναίκεςβ
3. Διαγνωστικά πρωτόκολλα
3.1 Κυτταρολογικά αποτελέσματα στα οποία συνιστάται επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης
3.2 Κυτταρολογικά αποτελέσματα στα οποία συνιστάται παραπομπή για κολποσκόπηση
αΓυναίκες με πρόσφατο τεστ Παπ που πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας ώστε να περιληφθούν στην ομάδα επιλέξιμων για συμμετοχή στον προσυμπτωματικό έλεγχο γυναικών
β Προσδιορίστε, π.χ. παραπομπή για κολποσκόπηση μετά από επανάληψη της δοκιμασίας μετά από διαλογή για HPV (ιό ανθρώπινων θηλωμάτων)
Η καθιέρωση μητρώων προσυμπτωματικού ελέγχου και η σύνδεση εξατομικευμένων δεδομένων του προσυμπτωματικού ελέγχου με δεδομένα του καρκινικού μητρώου, λαμβάνοντας υπ' όψη κατάλληλα πρότυπα και μεθόδους προστασίας δεδομένων, αποτελούν ουσιώδη εργαλεία για την παρακολούθηση (monitoring) και την αξιολόγηση.
Η κυτταρολογία του τραχήλου εξακολουθεί να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των προληπτικών προγραμμάτων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας τόσο παγκοσμίως όσο και στην Ελλάδα.
Βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, ο προσυμπτωματικός έλεγχος για προκαρκινικές αλλοιώσεις του τραχήλου της μήτρας και η διαχείριση των βλαβών που ανιχνεύτηκαν με τον προσυμπτωματικό έλεγχο θα παραμείνουν το πιο αποτελεσματικό εργαλείο πρόληψης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας στην Ευρώπη. Ωστόσο, ο τομέας της πρόληψης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας αναπτύσσεται ταχέως λόγω της καλύτερης κατανόησης της φυσικής ιστορίας της νόσου. Σήμερα είναι γνωστό ότι η εμμένουσα λοίμωξη από έναν από τους 13-16 ογκογόνους τύπους HPV αποτελεί προϋπόθεση-κλειδί για την ανάπτυξη καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Τα συντριπτικά στοιχεία που συνδέουν τη λοίμωξη HPV με τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας έχουν οδηγήσει στην ανάπτυξη συστημάτων δοκιμασιών για την ανίχνευση των νουκλεϊκών οξέων του ιού καθώς και για προφυλακτικούς και θεραπευτικούς εμβολιασμούς.
Είναι πιθανόν να γίνει εφικτή η επιλογή του ελέγχου του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας μέσω της πρωτογενούς πρόληψης με προφυλακτικό εμβολιασμό εναντίον τύπων HPV οι οποίοι έχουν συνδεθεί αιτιολογικά με τους περισσότερους καρκίνους του τραχήλου της μήτρας στην Ευρώπη, εφ' όσον επιτευχθεί σημαντική μείωση στο τρέχον κόστος των σχημάτων εμβολιασμού.
Ενώ ο προφυλακτικός εμβολιασμός, κατά κύριο λόγο σε νεαρά κορίτσια, μπορεί να προσφέρει σημαντικά μελλοντικά υγειονομικά οφέλη, ο προσυμπτωματικός έλεγχος του τραχήλου της μήτρας είναι απαραίτητο να συνεχισθεί. Η παραμέληση του προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας λόγω της διαθεσιμότητας του εμβολίου είναι δυνατόν να οδηγήσει, παραδόξως, σε αύξηση των περιστατικών καρκίνου και θανάτων.
Η ανάπτυξη λεπτομερών Ευρωπαϊκών κατευθυντήριων οδηγιών για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, οι οποίες ενσωματώνουν καταλλήλως και στρατηγικές προσυμπτωματικού ελέγχου και εμβολιασμού, αποτελεί σκοπό της επόμενης φάσης των δραστηριοτήτων ανάπτυξης κατευθυντηρίων γραμμών που υποστηρίζονται από το Πρόγραμμα Υγείας της ΕΕ.
Βασικά σημεία και αρχές του Προγράμματος Προσυμπτωματικού Πληθυσμιακού Ελέγχου για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας στην Ελλάδα
Πολιτική προσυμπτωματικού ελέγχου
-
Το Συμβούλιο της ΕΕ συνιστά εφαρμογή προγραμμάτων προσυμπτωματικού πληθυσμιακού ελέγχου στα κράτη μέλη της ΕΕ με διασφάλιση ποιότητας σε όλα τα επίπεδα, σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές.
-
Ο προσυμπτωματικός έλεγχος με τις Ευρωπαϊκές Κατευθυντήριες Οδηγίες εφαρμόζεται στην Ελλάδα ως Πληθυσμιακό Πρόγραμμα Δημόσιας Υγείας, με προσωπική πρόσκληση σε κάθε γυναίκα που ανήκει στον επιλέξιμο πληθυσμό-στόχο. Το Πρόγραμμα αυτό αποτελεί την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια στην χώρα μας ν' αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα πρόσκλησης, εξέτασης, παραπομπής, θεραπείας και επανελέγχου για μία νόσο και ειδικά μια μορφή καρκίνου που αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας στη χώρα μας. Εκτός από την πρόσκληση, τα άλλα στάδια στη διαδικασία προσυμπτωματικού ελέγχου και επιστημονικής και οργανωτικής διαχείρισης της υπηρεσίας προσυμπτωματικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων της διασφάλισης ποιότητας, της παρακολούθησης (monitoring) και της αξιολόγησης, ορίζονται καλώς από την πολιτική, τους κανόνες και τους κανονισμούς του προγράμματος σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Η πρώτη φάση του προγράμματος ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2011 από την Κρήτη και η εφαρμογή του επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα σταδιακά σε περιοχές απομεμακρυσμένες ή μειονεκτούσες στην πρόσβαση. Στην υλοποίηση της πρώτης φάσης συμμετέχουν 140 Κέντρα Υγείας και Δημοτικά Ιατρεία, 160 Δήμοι της χώρας και Νοσοκομεία του ΕΣΥ στα οποία λειτουργούν Κυτταρολογικά, Παθολογανατομικά εργαστήρια ή διενεργούν κολποσκοπήσεις.
-
Η σχεδίαση του προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας περιλαμβάνει τον ορισμό της πολιτικής προσυμπτωματικού ελέγχου ως εξής:
-
την επιλογή του συστήματος δοκιμασίας προσυμπτωματικού ελέγχου: τεστ Παπανικολάου με συμβατική ή κυτταρολογία υγρής φάσης.
-
Τον καθορισμό της ηλικιακής ομάδας-στόχου (25-65 ετών) και το χρονικό μεσοδιάστημα μεταξύ προσυμπτωματικών ελέγχων όταν τα αποτελέσματα είναι φυσιολογικά (3 ή 5 χρόνια). Η διακοπή του προσυμπτωματικού ελέγχου μεγαλυτέρων σε ηλικία γυναικών είναι, πιθανόν, σωστή μεταξύ γυναικών που είχαν φυσιολογικά κυτταρολογικά αποτελέσματα σε τρεις ή περισσότερους (πρόσφατους) διαδοχικούς ελέγχους.
-
Δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στο πρόβλημα των μεγαλύτερων σε ηλικία γυναικών που δεν έκαναν ποτέ προσυμπτωματικό έλεγχο, γιατί παρουσιάζουν αυξημένο πιθανό κίνδυνο καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
-
Την εδραίωση στρατηγικών μεταπαρακολούθησης (follow-up) και θεραπευτικής αγωγής για τις γυναίκες που βρέθηκαν θετικές στον προσυμπτωματικό έλεγχο, λαμβάνοντας υπ' όψη τις διαφορές στη γενική πιθανότητα κινδύνου των πληθυσμών-στόχων και τη φυσική ιστορία της νόσου, η οποία χαρακτηρίζεται από σχετικά μακροπρόθεσμη ανιχνεύσιμη προκλινική περίοδο και σημαντικά ποσοστά υποστροφής των προκαρκινικών βλαβών.
-
Ο ευκαιριακός προσυμπτωματικός έλεγχος που γίνεται στη χώρα μας εξαρτάται από την πρωτοβουλία της εκάστοτε γυναίκας ή του γιατρού της. Οι δραστηριότητες αυτές χαρακτηρίζονται, συνήθως, από υψηλή κάλυψη επιλεγμένων ομάδων του πληθυσμού - οι οποίες κάνουν προσυμπτωματικό έλεγχο συχνά και συνυπάρχουν με τη χαμηλή κάλυψη άλλων πληθυσμιακών ομάδων χαμηλότερου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου. Παρόλες αυτές τις ιδιαιτερότητες, τα ποσοστά της επίπτωσης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας (συχνότητα εμφάνισης ' θνητότητας) στο γυναικείο πληθυσμό παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά στη χώρα μας, χάρις στο υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και ως εκ τούτου στο υψηλό επίπεδο ποιότητας στη διάγνωση των κυτταρολογικών εξετάσεων από τους Έλληνες Ιατρούς Κυτταρολόγους.
Οργάνωση, παρακολούθηση (monitoring) και αξιολόγηση του προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου
-
Η σχεδίαση του προγράμματος πρέπει να επιτρέπει την αξιολόγηση.
-
Η επιτυχία του προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου απαιτεί επαρκή επικοινωνία με τις γυναίκες, τους επιστήμονες του τομέα υγείας και τους υπευθύνους του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης.
-
Εκτός αυτού, ένα καλώς οργανωμένο πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου πρέπει να έχει υψηλή πληθυσμιακή αποδοχή και κάλυψη και να διασφαλίζει και να επιδεικνύει καλή ποιότητα σε όλα τα επίπεδα.
-
Η επικοινωνιακή στρατηγική για τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας πρέπει να στηρίζεται σε ισχυρές δεοντολογικές αρχές και να διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται είναι τεκμηριωμένες και 'γυναικο-κεντρικές', ενώ παραδίδονται αποτελεσματικά, λαμβάνοντας υπ' όψη τις ανάγκες των μη προνομιούχων ομάδων και δίνουν στις γυναίκες τη δυνατότητα να κάνουν την επιλογή τους αφού ενημερωθούν σχετικά με τη συμμετοχή τους σε κάθε στάδιο της διαδικασίας προσυμπτωματικού ελέγχου.
-
Πρέπει να εδραιωθούν πληροφορίες βάσει του πληθυσμού για λόγους διαρκούς παρακολούθησης (monitoring) των δεικτών της διαδικασίας προσυμπτωματικού ελέγχου. Απαιτείται κατάλληλο νομικό πλαίσιο για την καταγραφή των ατομικών στοιχείων και τις διασυνδέσεις μεταξύ βάσεων δεδομένων πληθυσμού, αρχείων προσυμπτωματικών ελέγχων και καρκινικών μητρώων καθώς και μητρώων θνητότητας. Είναι απαραίτητο να δημοσιεύονται τακτικά οι δείκτες έκτασης και ποιότητας του προγράμματος προσυμπτωματικών ελέγχων.
-
Το πληροφοριακό σύστημα αποτελεί ουσιώδες εργαλείο για τη διαχείριση του προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου, τον υπολογισμό των δεικτών συμμετοχής, συμμόρφωσης, ποιότητας και επιπτώσεων και την παροχή ανατροφοδότησης (feedback), ώστε να εμπλακούν τόσο οι επιστήμονες υγείας όσο και οι θεσμικοί φορείς και οι υγειονομικές αρχές.
Νέες τεχνολογίες προσυμπτωματικού ελέγχου.
-
Η παρατήρηση ότι μια νεότερη μέθοδος προσυμπτωματικού ελέγχου ανιχνεύει περισσότερες πρόδρομες βλάβες από το σύνηθες τραχηλικό επίχρισμα (τεστ Παπανικολάου) δεν αποτελεί επαρκή ένδειξη βελτιωμένης αποτελεσματικότητας. Λόγω των συχνών υποστροφών των προδρόμων βλαβών, απαιτείται και υψηλή ειδικότητα ώστε να αποφεύγονται το άγχος, η μη απαραίτητη θεραπευτική αγωγή και οι παρενέργειες. Τα στοιχεία της αποτελεσματικότητας πρέπει να βασίζονται, κατά προτίμηση, στη μείωση της νοσηρότητας και θνητότητας από τον καρκίνο. Ωστόσο, η μείωση του επιπολασμού της ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας του τραχήλου της μήτρας βαθμού 3 (CIN3) αποτελεί υποκατάστατο δείκτη αποτελεσματικότητας.
-
Πριν από την εφαρμογή ρουτίνας μιας νέας στρατηγικής προσυμπτωματικού ελέγχου, πρέπει να επαληθεύονται ο βαθμός σκοπιμότητας, η σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας και η διασφάλιση ποιότητας και να οργανώνεται η απαραίτητη κατάρτιση και παρακολούθηση (monitoring).
Κυτταρολογικές μέθοδοι
-
Η εμφάνιση ψευδώς αρνητικών ή μη ικανοποιητικών επιχρισμάτων τεστ Παπανικολάου οδήγησε στην ανάπτυξη της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης (LBC) και των αυτοματοποιημένων συσκευών προσυμπτωματικού ελέγχου. Κατά κανόνα, η αναλογία μη ικανοποιητικών δειγμάτων είναι χαμηλότερη στην LBC από εκείνη της συμβατικής κυτταρολογίας και η αξιολόγηση/ερμηνεία της LBC απαιτεί λιγότερο χρόνο. Το κόστος της δοκιμασίας LBC είναι σημαντικά υψηλότερο, αλλά η επικουρική/δευτερεύουσα μοριακή δοκιμασία, όπως η δοκιμασία HPV υψηλού κινδύνου στην περίπτωση άτυπων πλακωδών κυττάρων μη καθορισμένης σημασίας (ASC-US), μπορεί να γίνει στο ίδιο δείγμα. Το οικονομικό πλεονέκτημα της LBC λόγω μείωσης των επαναπροσκλήσεων για νέο δείγμα εξαρτάται από τα υφιστάμενα ποσοστά ανεπαρκών επιχρισμάτων τεστ Παπανικολάου, τα οποία και παρουσιάζουν μεγάλο εύρος διαφορών εντός της Ευρώπης.
-
Επί του παρόντος αξιολογείται ο προσυμπτωματικός έλεγχος με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ανεπαρκή για τις κατευθυντήριες γραμμές.
Ανίχνευση HPV
-
Έχουν προταθεί αρκετές εφαρμογές ανίχνευσης του DNA του HPV: (i) αρχικός προσυμπτωματικός έλεγχος για ογκογόνους τύπους HPV ή σε συνδυασμό με κυτταρολογία, (ii) διαλογή γυναικών με διφορούμενα κυτταρολογικά αποτελέσματα, (iii) μεταπαρακολούθηση (follow-up) γυναικών που αντιμετωπίστηκαν θεραπευτικώς για CIN με σκοπό να προβλεφθεί η επιτυχία ή αποτυχία της θεραπευτικής αντιμετώπισης.
-
Οι λοιμώξεις από HPV είναι ιδιαίτερα συχνές, ενώ, συνήθως, επέρχεται αυτόματη ίαση, ιδιαίτερα στις νεαρές γυναίκες. Η ανίχνευση του DNA του HPV έχει, συνεπώς, υψηλό πιθανό κίνδυνο μη απαραίτητων κολποσκοπήσεων και ψυχολογικής καταπόνησης, ενώ είναι δυνατόν να εμφανιστεί υπερβολικά υψηλός αριθμός θετικών αποτελεσμάτων. Συνεπώς, η ανάγκη διεξαγωγής προσυμπτωματικού έλεγχου για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας που βασίζεται σε HPV testing ισχύει ιδιαίτερα εντός ενός οργανωμένου προγράμματος και όχι ευκαιριακώς ακόμη και επί πιλοτικής εφαρμογής. Διότι μόνον έτσι διασφαλίζεται η προσεκτική παρακολούθηση της ποιότητας και η συστηματική αξιολόγηση των εκβάσεων, των ανεπιθύμητων παρενεργειών και του κόστους.
Κατευθυντήριες οδηγίες στρατηγικής του προσυμπτωματικού ελέγχου των γυναικών για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας
Η κυτταρολογική εξέταση με το τεστ Παπανικολάου αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο πρώιμης διάγνωσης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας εδώ και 60 χρόνια, μετά την ανακάλυψη του από τον ερευνητή και ευεργέτη της ανθρωπότητας Γ. Παπανικολάου. Είναι η πλέον αξιόπιστη μέθοδος πληθυσμιακού ελέγχου και η μόνη προληπτική εξέταση κατά του καρκίνου σύμφωνα με τον WHO. Η επιτυχία του βασίζεται στο ότι:
1) ανιχνεύει τις προκαρκινικές αλλοιώσεις οι οποίες προηγούνται 10-20 χρόνια πριν από την εμφάνιση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας οι οποίες στη συνέχεια, μετά την κολποσκοπική διερεύνηση ' ιστοληψία, εύκολα αφαιρούνται και αποφεύγεται η εξέλιξή τους σε διηθητικό καρκίνο.
2) εντοπίζει την παρουσία του ιού HPV (ακόμα και πρώιμες αλλοιώσεις) όπως και άλλες λοιμώξεις ή φλεγμονές. Δεν προφυλάσσει από τον HPV ' αλλά αναγνωρίζει τον HPV.
3) στον συνδυασμό χαμηλού κόστους και υψηλού επιπέδου διαγνωστικής ακρίβειας
Αποδεκτές μέθοδοι screening για τον καρκίνου του τραχήλου είναι το τεστ Παπανικολάου με τη συμβατική και υγρής φάσεως μέθοδο.
Οι προτεινόμενες οδηγίες για τον οργανωμένο πληθυσμιακό προληπτικό έλεγχο των γυναικών είναι οι εξής:
-
Οι κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων αποστέλλουν ενημερωτικές επιστολές στις γυναίκες ηλικίας μεταξύ 25 και 65 ετών, με τις οποίες τις καλούν να κανονίσουν ραντεβού για εξέταση κατά Παπανικολάου στην κοντινότερη μονάδα ΠΦΥ – κέντρο υγείας του ΕΣΥ ή δημοτικό ιατρείο.
-
Η πρόσκληση για εξέταση θα αποστέλλεται κάθε τρία έτη στις γυναίκες μεταξύ 25 και 55 και σ’ όσες γυναίκες μεταξύ 55 και 65 έχουν παθολογικό Τεστ Παπανικολάου. Για τις γυναίκες μεταξύ 55 και 65 με αρνητικό Τεστ Παπανικολάου η πρόσκληση θα επαναλαμβάνεται κάθε πέντε χρόνια.
Όλες οι παραπάνω προτεινόμενες οδηγίες είναι δυνατόν να διαφοροποιηθούν όταν υπάρχει αντίθετη κλινική ένδειξη.
Κατευθυντήριες οδηγίες για τα Κυτταρολογικά Εργαστήρια
-
Πρέπει να ακολουθούνται επιστημονικές και τεχνικές κατευθυντήριες γραμμές ώστε να διασφαλίζεται η συλλογή και προετοιμασία επαρκούς κυτταρολογικού δείγματος του τραχήλου της μήτρας.
-
Η ποιότητα του Κυτταρολογικού Εργαστηρίου εξαρτάται από κατάλληλο χειρισμό και επεξεργασία των δειγμάτων του προσυμπτωματικού ελέγχου και από την αξιολόγηση / ερμηνεία των πλακιδίων, καθώς και από την έκθεση των αποτελεσμάτων. Πρέπει να επιτυγχάνεται η ανάλογη ισορροπία μεταξύ βέλτιστης δυνατής περίθαλψης των ασθενών, πιστοποίησης ποιότητας του εργαστηρίου και σχέσης κόστους/αποτελεσματικότητας.
-
Η ομοιόμορφη ταξινόμηση των κυτταρολογικών αλλοιώσεων αποτελεί ουσιώδη συνθήκη για την συν τω χρόνω καταχώριση και τις συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών κέντρων εξέτασης. Τα εργαστήρια πρέπει να χρησιμοποιούν μόνο την εθνικώς συμφωνημένη ορολογία για την Κυτταρολογία του τραχήλου, η οποία αντιστοιχεί στο Σύστημα Ταξινόμησης κατά Bethesda (Bethesda reporting system). H ορολογία CIN χρησιμοποιείται μόνο για την περιγραφή της ιστολογικής εξέτασης.
Ακολουθούν αναλυτικότερα οι Κατευθυντήριες Οδηγίες για τα Κυτταρολογικά Εργαστήρια.
Βιβλιογραφικές Πηγές:
European Guidelines for Quality Assurance in Cervical Cancer Screening. Second Edition 'Summary Document. M. Arbyn, A. Anttila, J.Jordan, G.Ronco, U.Schenck, N. Segnan, H. Wiener, A. Herbert & L.von Karsa Annals of Oncology 21: 448-458, 2010
Το Πρόγραμμα Πληθυσμιακού Ελέγχου για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας ως αιχμή του δόρατος του 'εθνικού σχεδίου δράσης για τον καρκίνο 2011- 2015'. Αριστομένης Ι. Συγγελάκης, Υπεύθυνος για το 'Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τον καρκίνο 2011 -2015', ΚΕΛΠΝΟ - 8/2/ 2012
Yπεύθυνη Σύνταξης: Νασιουτζίκη Μαρία, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας |
Στόχος μας είναι η προσέγγιση μιας
ενιαίας ορολογίας αντίστοιχης των αλλοιώσεων, η οποία: α) θα είναι κατανοητή
από τους κλινικούς συναδέλφους βελτιώνοντας τη διαχείριση των ασθενών και β)
θα επιτρέπει τα κράτη υιοθετώντας την να έχουν προγράμματα screening για τον
καρκίνο του τραχήλου της μήτρας συγκρίσιμα μεταξύ τους.
Το Κυτταρολογικό πόρισμα θα πρέπει να
είναι ανάλογο με το ιστολογικό και να περιλαμβάνει:
Α) Περιγραφή-Έκθεση των κυτταρολογικών
ευρημάτων και επάρκειας υλικού
Β) Συμπέρασμα
Γ) Σχόλια-Συστάσεις (όταν κρίνεται
απαραίτητο)
Η ταξινόμηση κατά Παπανικολάου δεν
ανταποκρίνεται πλέον στη σύγχρονη γνώση της τραχηλικής καρκινογένεσης.
Το σύστημα που προτείνεται πλέον διεθνώς
είναι το σύστημα Bethesda με τη νεότερη έκδοση του 2014, το οποίο συσχετίζει
μικροσκοπικά και μακροσκοπικά ευρήματα, περιλαμβάνει υποχρεωτικές
κατευθυντήριες οδηγίες για Κυτταρολόγους και Γυναικολόγους και έχει εγκριθεί
από το Κονγκρέσο των ΗΠΑ.
Το σύστημα ταξινόμησης κατά Bethesda
2001 διαφοροποιείται από τα προηγούμενα (1988, 1991) σε ορισμένα σημεία που αφορούν
κυρίως:
α) την επάρκεια του κυτταρολογικού
υλικού
β) ASCUS-AGUS
γ) Ενδοτραχηλικό ΑδενοCa in situ.
Το σύστημα ταξινόμησης κατά Bethesda 2014 διαφοροποιείται από το προηγούμενο σε ελάχιστα
σημεία (π.χ. ηλικία γυναικών που εμφανίζουν καλοήθη κύτταρα του ενδομητρίου
στα κολποτραχηλικά επιχρίσματα).
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ BETHESDA 2014
- ΕΙΔΟΣ
ΥΛΙΚΟΥ
- ΕΠΑΡΚΕΙΑ
ΥΛΙΚΟΥ
- Ικανοποιητικό για αξιολόγηση (σημείωση παρουσίας / απουσίας
ενδοτραχηλικών κυττάρων / Ζώνης
μετασχηματισμού).
- Μη ικανοποιητικό για αξιολόγηση. (Προσδιορίστε τον λόγο)
-Το
δείγμα απορρίφθηκε / δεν έχει υποστεί επεξεργασία (προσδιορίστε τον λόγο)
-Το
δείγμα επεξεργάστηκε και εξετάστηκε, αλλά δεν είναι ικανοποιητικό για την
αξιολόγηση των επιθηλιακών ανωμαλιών
(προσδιορίστε τον λόγο)
- ΓΕΝΙΚΗ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ (προαιρετικό, για στατιστικούς λόγους)
- Αρνητικό για ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση ή κακοήθεια
- Ανωμαλία Επιθηλιακών
κυττάρων
- Άλλο
- ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ / ΕΡΜΗΝΕΙΑ / ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ
Αρνητικό για
ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση ή κακοήθεια
Μη νεοπλασματικά ευρήματα (προαιρετική αναφορά)
-Μη νεοπλασματικές κυτταρικές αλλοιώσεις
Πλακώδης μετάπλαση
Κερατωσικές αλλοιώσεις
Σωληνώδης μετάπλαση
Ατροφία
Αλλοιώσεις σχετιζόμενες με κύηση
-Αντιδράστικες κυτταρικές αλλοιώσεις σχετιζόμενες
με:
Φλεγμονή (συμπεριλαμβανομένης της
τυπικής αναγέννησης)
Λεμφοκυτταρική (θυλακιώδης) τραχιλίτις
Ακτινοβολία
Ενδομήτρια συσκευή αντισύλληψης (IUD)
-Αδενικά κύτταρα μετά υστερεκτομή
Μικροργανισμοί
Τριχομονάδες
Μύκητες (Candida)
Bacterial vaginosis
Ακτινομύκητες
Κυτταρικές αλλοιώσεις που συνάδουν με
ιό του απλού έρπητα
Κυτταρικές αλλοιώσεις που συνάδουν με τον
κυτταρομεγαλοϊό
- ΑΛΛΑ
Καλοήθη ενδομητρικά κύτταρα
σε γυναίκα ≥ 45 ετών
- ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ ΕΠΙΘΗΛΙΑΚΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ
ΠΛΑΚΩΔΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ
·
Άτυπα πλακώδη κύτταρα (ASC)
- απροσδιορίστου
σημασίας (ASC-US)
- που δεν μπορεί να
αποκλείσει HSIL (ASC-H)
- Χαμηλού βαθμού πλακώδη ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση (LSIL), περιλαμβάνει: αλλοιώσεις από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων /
ήπιας δυσπλασίας / τραχηλικής ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας (CIN 1)
- Υψηλού βαθμού πλακώδη ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση (HSIL), περιλαμβάνει: αλλοιώσεις μέτριας και σοβαρής δυσπλασίας,
καρκίνωμα in situ: CIN 2
και CIN 3
- με χαρακτηριστικά
ύποπτα για διήθηση (εάν υπάρχει υπόνοια διήθησης)
·
Πλακώδες καρκίνωμα
ΑΔΕΝΙΚΩΝ
ΚΥΤΤΑΡΩΝ
- Άτυπα αδενικά κύτταρα (AGC)
(προσδιορισμός ενδοτραχηλικών, ενδομητρικών κυττάρων ή αδενικών κυττάρων
μη διαφορετικά προσδιοριζόμενων ΝΟS)
- Άτυπα αδενικά κύτταρα, υπέρ νεοπλασίας (προσδιορισμός ενδοτραχηλικών
κυττάρων ή αδενικών κυττάρων γενικότερα)
- Ενδοτραχηλικό αδενοκαρκινώμα in situ (AIS)
- Αδενοκαρκίνωμα (εφόσον είναι δυνατόν προσδιορίζεται εάν είναι του
ενδοτραχήλου, του ενδομητρίου, εκτός μήτρας, μη διαφορετικά
προσδιοριζόμενο ΝΟS)
- ΑΛΛΑ ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ (προσδιορισμός)
- ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ (ADJUNCTIVE TESTING)
Σύντομη
περιγραφή των δοκιμασιών και αναφορά στο αποτέλεσμα ώστε να είναι εύκολα
αντιληπτό από τον κλινικό Ιατρό
-
ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑΣ ΤΡΑΧΗΛΟΥ
Σε περίπτωση
αυτοματοποιημένης δοκιμασίας, προσδιορισμός του εξοπλισμού και του αποτελέσματος
-
ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ (προαιρετικά
και εφόσον κρίνεται απαραίτητο)
- Με την εφαρμογή των βοηθητικών
δοκιμασιών (adjunctive testing) ως συμπληρωματικά της Κυτταρολογίας (π.χ. HPV
testing, ανοσοκυτταροχημεία) δίνονται όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες
για τη φύση και τον τύπο της αλλοίωσης σε σχέση πάντα με την
κυτταρομορφολογία.
- Οι συστάσεις που προτείνονται στο τέλος της έκθεσης θα πρέπει να
είναι σύντομες, περιεκτικές και συμβατές με τις σύγχρονες διεθνείς
οδηγίες κλινικής παρακολούθησης και στρατηγικής θεραπευτικής
αντιμετώπισης.
- Επισημαίνεται επίσης, ότι για την αξιοπιστία των κυτταρολογικών
αποτελεσμάτων θα πρέπει συστηματικά να εφαρμόζεται Έλεγχος Ποιότητας στα
Κυτταρολογικά Εργαστήρια.
Κριτήρια καταλληλότητας συμβατικού επιχρίσματος
- 30% - 50% τουλάχιστον του επιχρίσματος καλύπτεται από αναγνωρίσιμα
κύτταρα
- τουλάχιστον 5000 κύτταρα / δείγμα (1000 - 5000 κύτταρα / δείγμα
θεωρείται περιορισμένης καταλληλότητας)
- 2 τουλάχιστον ομάδες των 5 τουλάχιστον αδενικών κυττάρων ή κυττάρων
πλακώδους μετάπλασης
- Πρέπει να αναγνωρίζεται και να διατηρείται τουλάχιστον το 50% του
επιχρίσματος όταν υπάρχουν πολλά φλεγμονώδη ή αιμορραγικά στοιχεία,
εκφύλιση, βλέννη κ.α. (επικάλυψη του 50% - 75% του επιχρίσματος
θεωρείται περιορισμένης καταλληλότητας)
Κριτήρια καταλληλότητας επιχρίσματος Υγρής
Φάσης
- 40 % του κύκλου των 20mm καλύπτεται από κύτταρα που αναγνωρίζονται
κατά τη μικροσκόπηση
- 4 τουλάχιστον κύτταρα / οπτικό πεδίο (40Χ)
- 2 τουλάχιστον σωροί των 5 αδενικών κυττάρων ή κυττάρων πλακώδους
μετάπλασης
- πρέπει να μετρηθούν τουλάχιστον 10 πεδία οριζόντια ή κάθετα προς το
κέντρο της διαμέτρου του επιχρίσματος.
Yπεύθυνη Σύνταξης: Νασιουτζίκη Μαρία, Γενική Γραμματέας Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας |
Τα μη ικανοποιητικά δείγματα λόγω της ανεπαρκούς λήψης των επιχρισμάτων του τραχήλου είναι μια σημαντική αιτία των ψευδώς αρνητικών και ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων. Θα πρέπει το ποσοστό αυτό να ελαχιστοποιηθεί ώστε να μεγιστοποιηθεί η διαγνωστική ακρίβεια της κυτταρολογικής εξέτασης κατά Παπανικολάου.
Οι οδηγίες σχετικά με το πώς πρέπει να γίνεται μια ικανοποιητική λήψη για τεστ Παπανικολάου συμβατικό ή υγρής φάσης (LBC) περιέχουν τα εξής:
α) Αυτός που λαμβάνει δείγματα για κυτταρολογική εξέταση τραχήλου θα πρέπει πρώτα να εξηγήσει στη γυναίκα το σκοπό, τη διαδικασία και πώς το αποτέλεσμα θα ανακοινωθεί. Είναι πολύ σημαντικό οι γυναίκες να είναι ικανοποιημένες με τις προσφερόμενες προς αυτές υπηρεσίες.
Επίσης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα των κυτταρολογικών επιχρισμάτων σε σχέση με τη λήψη όπως:
-
έμμηνος ρύση
-
έντονη φλεγμονή
-
κύηση, μετά τοκετό και γαλουχία
-
τοπική κολπική θεραπεία, κολπική πλύση (όχι πριν από 24 ώρες), κολποσκόπηση με οξικό οξύ (όχι πριν από 24 ώρες)
-
σεξουαλική επαφή (όχι λιγότερο από 24 ώρες)
-
πρόσφατη λήψη (όχι λιγότερο από 3 εβδομάδες), λήψη μετά από επέμβαση στον τράχηλο (όχι λιγότερο από 3 μήνες)
-
σοβαρή ατροφία (εμμηνόπαυση)
-
ακτινοβολία
β) Τρεις μέθοδοι δειγματοληψίας θεωρούνται αποδεκτές για την λήψη των συμβατικών τεστ Παπανικολάου:
(i) Λήψη με cervical broom (Ενδοτραχηλικά και εξωτραχηλικά κύτταρα συλλέγονται ταυτόχρονα). Πλήρης περιστροφή 360⁰ 5 φορές δεξιόστροφα με ήπια πίεση.
(ii) ο συνδυασμός σπάτουλας (περισσότερο από μία πλήρη περιστροφή, δεξιόστροφα στάση θέση 9 ή αριστερόστροφα στάση θέση 3) και ενδοτραχηλικής βούρτσας (είσοδος ψήκτρας στα 2/3 του ενδοτραχηλικού σωλήνα και ήπια περιστροφή 90ο - 180ο)
(iii) η σπάτουλα με εκτεταμένο άκρο
Δειγματοληψία με βαμβακοφόρο στυλεό είναι ακατάλληλη και μη αποδεκτή.
γ) Ο λαμβάνων το δείγμα θα πρέπει να φροντίσει για τη λήψη της συνολικής περιμέτρου της ζώνης μετάπτωσης, την γρήγορη επίστρωση σε γυάλινη αντικειμενοφόρο πλάκα (η ψήκτρα σε αντίθετη φορά από τη φορά λήψης), και την μονιμοποίηση (αιθυλική αλκοόλη 95% ή spray σε απόσταση 20 εκ.) εντός ολίγων δευτερολέπτων ώστε να αποφεύγεται η ξήρανση.
δ) Παρόμοιες διαδικασίες θα πρέπει να ακολουθούνται για τη δειγματοληψία τεστ Παπανικολάου υγρής φάσης (LBC), αλλά μόνο πλαστικές συσκευές μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Τα συλλεγόμενα κύτταρα πρέπει να μεταφερθούν γρήγορα στο φιαλίδιο με το μονιμοποιητικό υγρό, σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή του συστήματος υγρής φάσης, π.χ Thin Prep δείγματα: πίεση της συσκευής λήψης (broom) στα τοιχώματα και πυθμένα του φιαλιδίου 15 ' 20 φορές ώστε να αποκολληθούν όλα τα κύτταρα. SurePath δείγματα: αποκόλληση της κεφαλής της συσκευής λήψης (broom) στο φιαλίδιο συλλογής.
ε) Στη συνέχεια, οι αντικειμενοφόρες πλάκες ή το φιαλίδιο και η συμπληρωμένη έντυπη φόρμα αποστέλλονται στο εργαστήριο για κυτταρολογική εξέταση και αξιολόγηση. Η συμπληρωμένη έντυπη φόρμα θα πρέπει να περιλαμβάνει το όνομα της ασθενούς, ημερομηνία γέννησης, αριθμό πλακιδίων ή τεχνική λήψης και άλλες χρήσιμες κλινικές πληροφορίες (τελευταία έμμηνος ρύση, πρόσφατη εγκυμοσύνη, ανώμαλη αιμόρροια ή ύποπτη μακροσκοπική εμφάνιση του τραχήλου κ.α.).
Όσο αφορά στη μεταφορά των δειγμάτων θα πρέπει να γίνεται με συγκεκριμένο τρόπο τόσο στα συμβατικά όσο και στα υγρής φάσης τραχηλικά δείγματα (σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή του εκάστοτε συστήματος υγρής φάσης).
στ) Σχόλια σχετικά με την ποιότητα του δείγματος
-
Στην κυτταρολογική έκθεση θα πρέπει να υπάρχει αναφορά στην επάρκεια του υλικού σχετιζόμενη με την ποιότητα της λήψης (βλέπε ταξινόμηση σύστημα Bethesda 2001)
-
Ο λαμβάνων το τραχηλικό δείγμα θα πρέπει να λαμβάνει περιοδικές αναφορές της ποιότητας των δειγμάτων από το Κυτταρολογικό Εργαστήριο, με σκοπό τη βελτίωση του επιπέδου της ποιότητας της λήψης των κυτταρολογικών επιχρισμάτων.
Yπεύθυνη Σύνταξης: Νασιουτζίκη Μαρία, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας |
Οι κατευθυντήριες οδηγίες για τα Κυτταρολογικά Εργαστήρια περιλαμβάνουν πρωτόκολλα για οργάνωση και προσωπικό, απαιτούμενες προδιαγραφές για το χειρισμό και ανάλυση των τραχηλικών δειγμάτων, καταγραφής των αποτελεσμάτων, ποιότητα στη διαχείριση και επικοινωνία. Η ποιότητα στη διαχείριση είναι περιεκτική και περιλαμβάνει πρωτόκολλα διασφάλισης εσωτερικού και εξωτερικού ελέγχου της ποιότητας. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τις κατευθυντήριες οδηγίες για τη σωστή λήψη και ενιαία ονοματολογία, αποσκοπούν στην καλύτερη φροντίδα των ασθενών, διασφάλιση ποιότητας του εργαστηρίου και αποτελεσματικότητα ως προς το κόστος.
-
Προσωπικό και οργάνωση
-
Το Κυτταρολογικό Εργαστήριο θα πρέπει να διενεργεί αρκετό αριθμό εξετάσεων ώστε να μπορεί να διατηρεί επαρκή εμπειρία.
-
Το Κυτταρολογικό Εργαστήριο διευθύνεται από ιατρό Κυτταρολόγο με επαρκή εμπειρία.
-
Ο ιατρός Κυτταρολόγος είναι υπεύθυνος για:
- την τελική αξιολόγηση / διάγνωση των τραχηλικών επιχρισμάτων
- την ενημέρωση των Γυναικολόγων για περαιτέρω παρακολούθηση ή θεραπεία
- την ενημέρωση των λαμβανόντων τα επιχρίσματα με περιοδικές αναφορές στην ποιότητα λήψης των τραχηλικών δειγμάτων
- την ανασκόπηση (review) και ενδοεργαστηριακή συζήτηση των περιπτώσεων που εμφανίζουν σοβαρή ασυμφωνία μεταξύ κυτταρολογικής και ιστολογικής παρακολούθησης
- την συμμετοχή σε Προγράμματα Διασφάλισης Ποιότητας με ετήσια αναφορά των αποτελεσμάτων των κυτταρολογικών και ιστολογικών (follow-up) εξετάσεων
- έχει τη νομική ευθύνη της υπογραφής του
-
Απαιτούμενες προδιαγραφές χώρου
- Ο χώρος του Κυτταρολογικού εργαστηρίου πρέπει να αερίζεται καλά, να είναι ήσυχος και ευρύχωρος με άνετα καθίσματα στήριξης της σπονδυλικής στήλης για τη μικροσκόπηση
- Ο χώρος μικροσκόπησης να είναι χωριστός από τον χώρο τεχνικής προετοιμασίας των δειγμάτων και από τον χώρο της γραμματείας
- Ο χώρος προετοιμασίας των δειγμάτων θα πρέπει να έχει αποτελεσματικό σύστημα εξαερισμού και βιολογικούς απορροφητήρες (hoods). Ειδικό χώρο επίσης για αποθήκευση εύφλεκτων υλικών
-
Απαιτούμενες προδιαγραφές εργαστηριακού εξοπλισμού
- Αυτοματοποιημένη ή χειροκίνητη χρώση των πλακιδίων. Συστήνεται η χρώση κατά Παπανικολάου (αυθεντική ή τροποποιημένη)
- Υψηλής ποιότητας διοφθάλμιο μικροσκόπιο με τακτική επισκευή
-
Για συμβατική Κυτταρολογία: 4 Χ, 10 Χ και 40 Χ αντικειμενικοί φακοί
-
Για Κυτταρολογία Υγρής Φάσεως: επιπλέον 20 Χ απαραίτητος
-
Χειρισμός και ανάλυση των τραχηλικών δειγμάτων (τεστ Παπανικολάου)
Εργαστηριακή προετοιμασία
- Όλα τα υλικά (slides ή φιαλίδια) θα πρέπει να ακολουθούνται από μια φόρμα με τα στοιχεία της ασθενούς και τις κλινικές πληροφορίες και αναγραφή του ονόματος του αποστέλλοντος το τραχηλικό δείγμα για περίπτωση επικοινωνίας
- εξακρίβωση στοιχείων του δείγματος με τη φόρμα αποστολής και αναγραφή ενός μοναδικού κωδικού του εργαστηρίου
- Τα υλικά Υγρής Φάσεως θα πρέπει να προετοιμάζονται σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή
- Η χρώση των πλακιδίων κατά Παπανικολάου θα πρέπει να ακολουθεί ένα σταθερό πρωτόκολλο
- Η καλυπτρίδα θα πρέπει να καλύπτει όλο το κυτταρικό υλικό (συνήθως 50 Χ24 mm) και ο κωδικός του εργαστηρίου θα πρέπει να ελέγχεται πριν από την μικροσκόπηση
Μικροσκόπηση των πλακιδίων
- Ο ιατρός Κυτταρολόγος πρέπει κατά την έκδοση του κυτταρολογικού αποτελέσματος να συσχετίζει τα κλινικά με τα μικροσκοπικά ευρήματα και να ακολουθεί ένα εθνικά παραδεκτό σύστημα ταξινόμησης των κυτταρολογικών αποτελεσμάτων: σύστημα Bethesda 2001.
- Σε ειδικές περιπτώσεις ή για λόγους ελέγχου της ποιότητας τα τραχηλικά επιχρίσματα επαναμικροσκοπούνται από δεύτερο ιατρό Κυτταρολόγο
- Ανάλογα με τη μέθοδο προετοιμασίας των τραχηλικών δειγμάτων (συμβατική ή Υγρής Φάσης) υπάρχει διαφοροποίηση ως προς τον επιτρεπόμενο αριθμό και ώρες μικροσκόπησης εντός της Ευρώπης.
Προτείνεται η μικροσκόπηση να μην υπερβαίνει τις 2 ώρες χωρίς διάλειμμα.
Αρχειοθέτηση
- Όλα τα πλακίδια θα πρέπει να καταχωρούνται το λιγότερο για 10 έτη σε ειδικές αρχειοθήκες
- Όλα τα αποτελέσματα των τεστ Παπανικολάου (χειρόγραφα ή ηλεκτρονικά) θα πρέπει να καταχωρούνται το λιγότερο για 10 έτη
-
Καταγραφή των αποτελεσμάτων
- Είναι προτιμότερο να γίνεται ηλεκτρονικά ακολουθώντας ένα εθνικό παραδεκτό σύστημα ταξινόμησης: σύστημα Bethesda 2001, ώστε να υπάρχει η αναγκαία σύνδεση με προηγούμενα αποτελέσματα, ιστολογική εξέταση ή κλινική έκβαση (follow-up) καθώς επίσης και παροχή πληροφοριών δεικτών αξιολόγησης του προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου
- Τα αποτελέσματα θα πρέπει να παραδίδονται εντός 10 εργασίμων ημερών από την άφιξή των δειγμάτων στο εργαστήριο
-
Διαχείριση της ποιότητας στα Κυτταρολογικά Εργαστήρια
Εσωτερικός έλεγχος της ποιότητας
- Ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό: Σύμβουλος ελέγχου της ποιότητας ως επιβλέπων
- Υπάρχουν τρεις μεθοδολογίες εσωτερικού ελέγχου της ποιότητας:
- ταχεία επαναμικροσκόπηση των επιχρισμάτων που αναφέρθηκαν αρχικά ως αρνητικά ή ανεπαρκή
- ταχεία προμικροσκόπηση όλων των επιχρισμάτων
- επαναμικροσκόπηση τυχαίου δείγματος του 10% των επιχρισμάτων που έχουν αναφερθεί ως αρνητικά ή μη ικανοποιητικά
- στοχευμένη επαναμικροσκόπηση επιχρισμάτων ειδικής κατηγορίας ασθενών
- επαναμικροσκόπηση μη φυσιολογικών κυτταρολογικών αποτελεσμάτων
- αναδρομική στοχευμένη επαναμικροσκόπηση αρνητικών κυτταρολογικών αποτελεσμάτων από ασθενείς με πρόσφατη υψηλού βαθμού πλακώδη ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση (HSIL)
- αυτοματοποιημένη υποβοηθούμενη επαναμικροσκόπηση των επιχρισμάτων που αρχικά αναφέρθηκαν ως αρνητικά κυτταρολογικά αποτελέσματα
-
Μέθοδοι βασιζόμενοι είτε στην καταγραφή των αποτελεσμάτων των κυτταρολογικών διαγνώσεων σε σχέση με τα ισχύοντα αποδεκτά τοπικά ή εθνικά ποσοστά είτε στην παρακολούθηση της καταγραφής των παθολογοανατομικών διαγνώσεων που ακολουθούν την πρόοδο του προγράμματος μαζικού ελέγχου (screening detection and reporting rates).
-
Μέθοδοι βασιζόμενοι στη συσχέτιση της Κυτταρολογίας με την κλινική έκβαση / ιστολογικό αποτέλεσμα:
Τα εργαστήρια θα πρέπει να καθιερώσουν ένα μηχανισμό για να εξασφαλίζουν την παρακολούθηση των ασθενών με κυτταρολογική εξέταση που υποδηλώνει υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις και διηθητικό καρκίνωμα. Η θετική προγνωστική αξία για υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις είναι μέτρο της διαγνωστικής ακρίβειας του Κυτταρολογικού Εργαστηρίου.
Εάν HPV testing χρησιμοποιηθεί στη διαλογή ασθενών με διάγνωση ASC-US, η HPV θετικότητα θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 30%.
Παρακολούθηση εμφάνισης καρκίνου στα μεσοδιαστήματα του μαζικού προληπτικού ελέγχου (Audit of interval cancers)
Ένα σημαντικό τμήμα του εσωτερικού ποιοτικού ελέγχου αποτελεί η επαναμικροσκόπηση των επιχρισμάτων σε ασθενείς με αρνητικό ή LSIL αποτέλεσμα σε χρονικό διάστημα μικρότερο από 3-5 χρόνια πριν τη διάγνωση του διηθητικού καρκίνου, αλλά θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα χαρακτηριστικά του ιστορικού του screening, όπως σφάλματα κατά την αξιολόγηση των επιχρισμάτων, σφάλματα κατά τη λήψη, μη συμμόρφωση με τις συστάσεις παρακολούθησης, ατελή θεραπεία και εάν ή όχι ο καρκίνος ήταν ανιχνεύσιμος μέσω του screening. Είναι απαραίτητη η σύνδεση μεταξύ του Κυτταρολογικού Εργαστηρίου και Αρχείου Νεοπλασίας (Cancer Registry).
Επίσης η επαναμικροσκόπηση των προηγούμενων πλακιδίων σε γυναίκες με διηθητικό καρκίνο θα πρέπει να γίνεται το ταχύτερο δυνατόν από έναν, δύο ή και τρεις Κυτταρολόγους. Οι διαγνώσεις επαναμικροσκόπησης (Review) θα πρέπει να διαχωρίσουν τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα από αυτά που χαρακτηρίζονται ως αυξημένου κινδύνου για ψευδώς αρνητικά, όπως π.χ. με λίγα, μικρά ή μη υπερχρωματικά ανώμαλα κύτταρα.
Εξωτερικός έλεγχος της ποιότητας
Αν και όχι υποχρεωτικός σύμφωνα με τους περισσότερους κανόνες αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο που αυξάνει το επίπεδο για τη διασφάλιση της ποιότητας του Κυτταρολογικού Εργαστηρίου.
Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει:
- Συμμετοχή σε Workshops και Συμπόσια με χορήγηση μορίων συνεχιζόμενης Ιατρικής Εκπαίδευσης
- Ανταλλαγή πλακιδίων μεταξύ των Κυτταρολογικών Εργαστηρίων ή από πιστοποιημένους φορείς σε τακτικά χρονικά διαστήματα με υποβολή δοκιμασίας ελέγχου σε ποικίλλες περιπτώσεις είτε υπό μορφή πλακιδίων είτε ηλεκτρονικών εικόνων.
Πιστοποίηση του Κυτταρολογικού Εργαστηρίου
- Η πιστοποίηση του Κυτταρολογικού Εργαστηρίου είναι ακόμη εθελοντική στα περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Στην Ελλάδα σύμφωνα με την τελευταία νομοθεσία είναι υποχρεωτική κάτω από συγκεκριμένο πρότυπο χωρίς ωστόσο να έχουν πλήρως διευκρινιστεί μέχρι στιγμής οι απαιτούμενες προδιαγραφές.
- Άλλες χώρες της ΕΕ έχουν αναπτύξει ή αναπτύσσουν εθνικά ή τοπικά προγράμματα διαπίστευσης για Κυτταρολογικά Εργαστήρια.
Yπεύθυνη Σύνταξης: Νασιουτζίκη Μαρία, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας |
Η διαγνωστική μέθοδος της παρακέντησης με λεπτή βελόνη σε οζώδεις βλάβες του θυροειδούς αδένα έχει σαν στόχο:
- την αρχική διαγνωστική προσπέλαση των όζων
- τον διαχωρισμό των νεοπλασματικών από τις μη νεοπλασματικές οζώδεις παθήσεις,
με τελικό σκοπό την:
- ουσιαστική συμβολή στον σχεδιασμό της κατάλληλης θεραπευτικής αντιμετώπισης του ασθενούς και την
- ελάττωση του αριθμού των άσκοπων θυρεοειδεκτομών.
Η χρήση ενιαίας Ονοματολογίας όσον αφορά στην Ταξινόμηση των κυτταρολογικών απαντήσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς το κυτταρολογικό πόρισμα αποκτά μεγαλύτερη κλινική χρησιμότητα. Το σύστημα ταξινόμησης που προτείνεται από τον Ελληνική Εταιρεία Κλινικής Κυτταρολογίας για τα κυτταρολογικά υλικά παρακεντήσεων θυροειδούς με λεπτή βελόνη είναι το σύστημα κατά Bethesda το οποίο: (1) Ταξινομεί τις κυτταρολογικές απαντήσεις στη βάση συγκεκριμένων κυτταρολογικών κριτηρίων έτσι ώστε να είναι όσον το δυνατόν περισσότερο αντικειμενικές (2) Δεν προσπαθεί να ταξινομήσει τις βλάβες με τον παθολογοανατομικό όρο αλλά αντίθετα είναι προσαρμοσμένη στο κυτταρολογικό παρασκεύασμα και (3) Συσχετίζει την μορφολογική εικόνα με τον ενδεχόμενο κίνδυνο κακοήθειας και τον προτεινόμενο τρόπο διαχείρησης του ασθενούς.
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ BETHESDA
Διαγνωστικές κατηγορίες
Ι. Μη διαγνωστικό ή Ανεπαρκές
ΙΙ. Καλοήθης αλλοίωση
ΙΙΙ. Ατυπία απροσδιόριστης σημασίας ή
Θυλακική βλάβη απροσδιόριστης σημασίας
ΙV. Θυλακιώδες νεόπλασμα ή Ύποπτο για θυλακιώδες νεόπλασμα
V. Ύποπτο για κακοήθεια
VI. Κακοήθεια
Πίνακας συσχέτισης της Διαγνωστικής Κατηγορίας με τον ενδεχόμενο κίνδυνο κακοήθειας καθώς και την προτεινόμενη διαχείριση του ασθενούς.
ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ
|
ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ (%)
|
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ
|
Ι. Μη διαγνωστικό δείγμα (Ανεπαρκές)
|
?
|
Επανάληψη FNA
|
ΙΙ. Καλοήθης αλλοίωση
|
0-3
|
Κλινική παρακολούθηση
|
ΙΙΙ. Ατυπία απροσδιόριστης σημασίας ή θυλακική βλάβη απροσδιόριστης σημασίας
|
~ 5-15
|
Επανάληψη FNA
|
IV. Θυλακιώδες νεόπλασμα ή ύποπτο για θυλακιώδες νεόπλασμα
|
15-30
|
Λοβεκτομή
|
V. Ύποπτο για κακοήθεια
|
60-75
|
Ολική θυρεοειδεκτομή
|
VI. Κακοήθεια
|
97-99
|
Ολική θυρεοειδεκτομή
|
Σημείωση: Ο τρόπος διαχείρισης του ασθενούς εξαρτάται και από τα υπόλοιπα κλινικοεργαστηριακά δεδομένα. Επίσης σε περίπτωση ένδειξης μεταστατικής νόσου δεν ενδείκνυται χειρουργική αντιμετώπιση.
ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
I. Μη διαγνωστικό δείγμα (Ανεπαρκές)
Ορισμός: Όταν δεν ικανοποιούνται τα κριτήρια επάρκειας
Κριτήρια επάρκειας
ΙΙ. Καλοήθης αλλοίωση. Περιλαμβάνονται:
Ορισμός: Ένα δείγμα που είναι κυτταρολογικά επαρκές και αποτελείται κυρίως από κολλοειδές και θυλακικά κύτταρα με καλοήθεις χαρακτήρες σε ποικίλες αναλογίες
Ορισμός: Κυτταρολογικό υλικό αποτελούμενο από πολύμορφο λεμφοειδή πληθυσμό και θυλακικά ή τροποποιημένα (Hurthle) κύτταρα
Ορισμός: Κυτταρολογικό υλικό αποτελούμενο από επιθηλιοειδή ιστιοκύτταρα και πολυπύρηνα γιγαντοκύτταρα. Θυλακικά κύτταρα λίγα και εκφυλισμένα
Άφθονα φλεγμονώδη κύτταρα κυρίως πολυμορφοπύρηνα
Ταινίες κολλαγόνου και ατρακτόμορφα κύτταρα.
Κολλοειδές και θυλακικά κύτταρα συχνά απουσιάζουν
-
Κλινική παρακολούθηση κάθε 6-18 μήνες για 3-5 χρόνια μετά την αρχική αρνητική διάγνωση
-
Επανάληψη της FNA σε περιπτώσεις αύξησης μεγέθους ή υπερχηχογραφικές αλλοιώσεις όπως ανώμαλα όρια, μικροεπασβεστώσεις, υπεραγγείωση εντός του όζου και υποηχοηκότητα σε συμπαγείς περιοχές.
-
Χειρουργική αφαίρεση σε επιλεγμένες περιπτώσεις σε μεγάλους, συμπτωματικούς όζους με κλινικά ή υπερηχογραφικά ύποπτα στοιχεία
ΙΙΙ. Ατυπία απροσδιόριστης σημασίας ή θυλακική βλάβη απροσδιόριστης σημασίας
Ορισμός: Tο υλικό περιέχει θυλακικά κύτταρα με αρχιτεκτονική ή/και πυρηνική ατυπία που δεν είναι αρκετή για να ταξινομηθεί ως θυλακιώδες νεόπλασμα, ύποπτο για κακοήθεια ή κακόηθες. Ωστόσο η ατυπία είναι μεγαλύτερη από αυτή που περιμένουμε σε καλοήθεις βλάβες
ΙV. Θυλακιώδες νεόπλασμα ή ύποπτο για θυλακιώδες νεόπλασμα
Ορισμός: Κυτταροβριθές υλικό αποτελούμενο από θυλακικά κύτταρα με
διάταξη σε θυλακιώδες αρχιτεκτονικό πρότυπο και σχηματισμό
μικροθυλακίων. Απουσία ή ελάχιστη ποσότητα κολλοειδούς
Ύποπτο για θυλακιώδες νεόπλασμα, Hurthle cell type
Ορισμός: Κυτταροβριθές υλικό αποτελούμενο αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά από κύτταρα Hurthle
Σημείωση: Κύτταρα με ογκοκυτταρική μετατροπή και πυρηνικά χαρακτηριστικά θηλώδους καρκινώματος αποκλείονται από την κατηγορία αυτή.
V. Ύποπτο για κακοήθεια
Ορισμός: Σε κάθε περίπτωση όπου τα διαγνωστικά κριτήρια είναι ποσοτικά ή ποιοτικά λιγότερα για μια συγκεκριμένη σαφή διάγνωση κακοήθειας
Αιτίες
-
Μη επαρκής δειγματοληψία ή στοιχεία κυτταρικής εκφύλισης
-
Σπάνιος τύπος θηλώδους ή μυελοειδούς καρκινώματος
-
Μορφολογική επικάλυψη με άλλες θυρεοειδικές παθήσεις
-
Προτεινόμενη διαχείρηση του ασθενούς
VI. Κακοήθεια
-
Θηλώδες καρκίνωμα
-
Χαρακτηριστικά πυρηνικά χαρακτηριστικά
-
Διογκωμένοι πυρήνες
-
Πυρηνικές εντομές (grooves)
-
Ενδοπυρηνικά κυτταροπλασματικά έγκλειστα
-
Ανοιχτοχρωματικοί πυρήνες
-
Ψαμμώδη σωμάτια
-
Πολυπύρηνα γιγαντοκύτταρα
-
Ελάχιστο πυκνό (bubble gum) κολλοειδές
-
Ογκοκυτταρική και πλακώδης μεταπλασία
Τύποι Θηλώδους καρκινώματος
-
Καρκίνωμα χαμηλής διαφοροποίησης
-
Μυελοειδές καρκίνωμα
-
Αδιαφοροποίητο (αναπλαστικό) καρκίνωμα
-
Πλακώδες καρκίνωμα
-
Μεταστατικό καρκίνωμα
-
Non Hodgkin λέμφωμα
-
Άλλο
-
Προτεινόμενη διαχείρηση του ασθενούς
Yπεύθυνη Σύνταξης: Νασιουτζίκη Μαρία, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας |
Ο καρκίνος του μαστού είναι σήμερα στην Ευρώπη ο πιο συχνός καρκίνος στις γυναίκες και η πιο συχνή αιτία θανάτου οφειλόμενη σε καρκίνο. Οι δημογραφικές τάσεις δείχνουν μια συνεχή αύξηση σε αυτό το σημαντικό πρόβλημα της δημόσιας υγείας. Συστηματική έγκαιρη ανίχνευση μέσω του πληθυσμιακού ελέγχου, αποτελεσματικές διαγνωστικές μέθοδοι και κατάλληλη θεραπεία έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν σημαντικά τα ποσοστά θνησιμότητας και νοσηρότητας του πληθυσμού από τον καρκίνο του μαστού.
Το 2006 με προτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θεσπίστηκε Πρόγραμμα με Κατευθυντήριες Οδηγίες, στόχος του οποίου είναι η περαιτέρω μείωση κατά 25% στη θνησιμότητα του καρκίνου στην ΕΕ και επίσης μείωση στο 5% της ασυμφωνίας των ποσοστών επιβίωσης μεταξύ των κρατών – μελών. Για την επίτευξη αυτών των στόχων απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις α) εφαρμογή ενός πληθυσμιακού οργανωμένου προγράμματος ελέγχου του μαστού, β) αποτελεσματικές υπηρεσίες στη διάγνωση και διαχείριση / αντιμετώπιση με διασφάλιση της ποιότητας, εκπαίδευση και audit, γ) δημιουργία εξειδικευμένων Μονάδων Μαστού για τη διαχείριση και αντιμετώπιση των γυναικών (ανεξάρτητα από το εάν μια αλλοίωση του μαστού έχει διαγνωστεί μέσω Πληθυσμιακού Ελέγχου ή όχι). Ακρογωνιαίος λίθος του πληθυσμιακού ελέγχου για την ανίχνευση του καρκίνου του μαστού παραμένει η μαστογραφία. Οι περιττοί χειρισμοί σε αλλοιώσεις με καλοήθεις χαρακτήρες πρέπει να αποφεύγονται, όπως επίσης η ανάμειξη ασυμπτωματικών και συμπτωματικών γυναικών, καθόσον οι συμπτωματικές γυναίκες που χρειάζονται τις υπηρεσίες μιας Μονάδας μαστού έχουν διαφορετικές ανάγκες και αγωνίες.
Ο έλεγχος για τον καρκίνο του μαστού είναι μια Διεπιστημονική Δραστηριότητα και προς τούτο η έκδοση πρωτοκόλλων μεταξύ των μονάδων ελέγχου, διάγνωσης ή θεραπείας βασισμένα σε εθνικές ή ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές είναι βασικής σημασίας.
Η σύγχρονη διαγνωστική προσέγγιση αλλοιώσεων του μαστού είναι μια διεπιστημονική τριπλή αξιολόγηση που περιλαμβάνει α) την κλινική εξέταση, β) την απεικονιστική εξέταση, γ) την κυτταρολογική / ιστολογική εξέταση (gold standard). Στις μη ψηλαφητές αλλοιώσεις ο ακτινολόγος έχει την πρωταρχική ευθύνη της έγκαιρης ανίχνευσης, ενώ στις ψηλαφητές αλλοιώσεις ο κλινικός ιατρός.
Υπάρχουν 4 κατηγορίες Μονάδων Μαστού: 1) Η βασική διαγνωστική Μονάδα Απεικόνισης (screening), 2) Η Διαγνωστική Μονάδα Αξιολόγησης, 3) Η πιο εξειδικευμένη Μονάδα Διάγνωσης – Αντιμετώπισης και 4) one stop clinic – Μονάδα Ταχείας Διάγνωσης / Διαχείρισης. Ο ιατρός κυτταρολόγος καλείται να προσφέρει τις υπηρεσίες του στις τρεις από αυτές, μετά την απεικονιστική εντόπιση της αλλοίωσης και εφόσον επιλεγεί ως μη επεμβατική μέθοδος διάγνωσης η κατευθυνόμενη FNAC. Η επιλογή εξαρτάται από το βαθμό υποψίας και τη φύση της αλλοίωσης. Η κατευθυνόμενη αναρρόφηση του κυτταρολογικού υλικού διά λεπτής βελόνης FNAC προσφέρεται για διάγνωση τόσο στις ψηλαφητές όσο και στις μη ψηλαφητές αλλοιώσεις του μαστού. Είναι ελάχιστα επεμβατική μέθοδος, λιγότερο δαπανηρή, με άμεσα αποτελέσματα – έλεγχο καταλληλότητας του υλικού (one stop clinic), αυξημένη ευαισθησία και ειδικότητα. Απαιτείται εξειδίκευση – εμπειρία του ακτινολόγου και του κυτταρολόγου (λήψη και διάγνωση) και audit των αποτελεσμάτων, ώστε να υπάρχει υψηλή διαγνωστική ακρίβεια και αξιοπιστία στη διάγνωση.
Η κλινική σημασία της FNAC περιλαμβάνει :
-
Επιβεβαίωση καλοήθων ή πιθανώς καλοήθων αλλοιώσεων κλινικών ή απεικονιστικών ευρημάτων.. Αποφυγή άσκοπης μη απαραίτητης χειρουργικής επέμβασης, επαναφορά στη ρουτίνα
-
Επιβεβαίωση κακοήθων αλλοιώσεων προεγχειρητικά ή για παρακολούθηση.
Καθορισμός της κατάλληλης θεραπευτικής αντιμετώπισης
-
Επιβεβαίωση κλινικών ή απεικονιστικών ευρημάτων σε μασχαλιαίους λεμφαδένες (staging): Αποφυγή διαδικασίας λεμφαδένα φρουρού
-
Εκτίμηση προγνωστικών παραγόντων ορμονικοί υποδοχείς HER2 προεγχειρητικά
-
Διφορούμενες κυτταρολογικές διαγνώσεις: διαγνωστική βιοψία.
Έχει όμως περιορισμούς ως προς τις ενδείξεις, αδυναμίες ως προς τη διάγνωση, με κυριότερη τη δυσκολία διαφορικής διάγνωσης in situ – διηθητικού καρκινώματος, και σπανιότατες επιπλοκές. Απαραίτητη προϋπόθεση της τριπλής διαγνωστικής αξιολόγησης αποτελεί ο συσχετισμός με τα κλινικά και απεικονιστικά ευρήματα και η διεπιστημονική συνεργασία για την απόφαση περαιτέρω χειρισμών με πρωτόκολλα για την κάθε περίπτωση.
Η Ελληνική Εταιρεία Κλινικής Κυτταρολογίας προτείνει μια ενιαία διαγνωστική ταξινόμηση σε μια ενιαία φόρμα αποτελέσματος για καλύτερη επικοινωνία μεταξύ κλινικού ιατρού και κυτταρολόγου, αλλά και για την πληρέστερη καταχώρηση και καταγραφή – παρακολούθηση (audit) των αποτελεσμάτων. Η ενιαία ταξινόμηση επίσης βοηθάει και στην καλύτερη επικοινωνία μεταξύ των χωρών ΕΕ. Κατηγορίες: C1 Ακατάλληλο για διάγνωση, C2 Καλοήθη επιθηλιακά κύτταρα, C3 Ατυπία πιθανότατα καλοήθης, C4 Ύποπτο για κακοήθεια, C5 Κακόηθες. Οι διαγνωστικές κατηγορίες (coding) προσφέρουν μια καθαρή ένδειξη του βαθμού βεβαιότητας μιας κυτταρολογικής διάγνωσης. Στις κατηγορίες C3, C4 δεν επακολουθεί οριστική χειρουργική θεραπεία. Προβλήματα στη διάγνωση εμφανίζονται όταν το δείγμα είναι ακατάλληλο (επιθυμητό <10%) και η μορφολογία δεν δίνει ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Προς τούτο έχουν οριστεί γενικά και πυρηνικά χαρακτηριστικά - διαγνωστικά κριτήρια για τη διάγνωση καλοήθων και κακοήθων αλλοιώσεων με FNAC καθώς και αιτίες ακαταλληλότητας του δείγματος, οι οποίες σύμφωνα με τις οδηγίες πρέπει να αναφέρονται στα σχόλια (πχ αιμορραγικά στοιχεία, artifacts, ινώδης ιστός, jelly, κλπ) όπως εάν πχ τα ευρήματα σχετίζονται με τα κλινικά και απεικονιστικά, είναι χρήσιμα σχόλια. Βελτίωση αποτελεί η τεχνική επεξεργασίας Υγρής Φάσης (LBC) ή cytospin με επιπλέον πλεονέκτημα την εφαρμογή περαιτέρω επικουρικών τεχνικών για ανοσοκυτταροχημεία ER, PR, in situ hybridization (ISH) HER-2 και άλλες μοριακές διαγνωστικές ή ερευνητικές μεθόδους. Όλοι οι δείκτες ρουτίνας στη θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού δύναται να εφαρμοστούν με ασφάλεια σε κυτταρολογικά υλικά FNAC (με προσεκτική τεχνική κατάλληλης μονιμοποίησης και απουσίας air-drying ER-PR). Θετικό αποτέλεσμα ER: >50% των κυττάρων με θετική πυρηνική χρώση. Εάν ER/PR <50% των κυττάρων με θετική πυρηνική χρώση ή αρνητικά, οι υποδοχείς πρέπει να επαναληφθούν σε ιστολογικό υλικό. Το πλεονέκτημα στη χρήση τεχνικής υγρής φάσης (LBC) είναι ότι οι γνωστές θετικές περιπτώσεις δύναται να χρησιμοποιηθούν ως controls.
Η τελική διάγνωση μιας FNAC είναι αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης των πληροφοριών απεικονιστικών και μικροσκοπικών ευρημάτων και καλή πρακτική για τον ιατρό κυτταρολόγο αποτελεί η εξοικείωση με τα απεικονιστικά χαρακτηριστικά.
Η σωστή διαχείριση του υλικού της παρακέντησης από τον Ιατρό που θα την πραγματοποιήσει έχει ιδιαίτερη αξία για την περαιτέρω επεξεργασία και αξιοποίηση του υλικού στον τομέα της διάγνωσης. Ένα καλά διατηρημένο υλικό με σωστή επίστρωση των πλακιδίων σε λεπτή στοιβάδα χωρίς την καταστροφή των κυττάρων αυξάνει σημαντικά την διαγνωστική ικανότητα. Εάν δεν εφαρμόζεται η μέθοδος της κυτταρολογίας της υγρής φάσης, η μονιμοποίηση του υλικού πρέπει να πραγματοποιείται σε μέρος των πλακιδίων και όχι στο σύνολο τους. Θα πρέπει να υπάρχει σαφής ένδειξη επάνω στα πλακίδια εάν είναι μονιμοποιημένα ή όχι. Όπου είναι δυνατόν θα πρέπει η παρουσία και η συμμετοχή του ιατρού κυτταρολόγου να είναι ενεργός τόσο στη λήψη όσο και στη διαχείριση του υλικού.
Προσοχή πρέπει να δίνεται στις διαγνωστικές παγίδες στην αξιολόγηση μιας FNAC μαστού τόσο στις ψευδώς θετικές και ύποπτες διαγνώσεις (πχ ινοαδένωμα, θήλωμα, μετά ακτινοβολία) όσο και στις ψευδώς αρνητικές (πχ διηθητικό καρκίνωμα των πόρων grade I, διηθητικό λοβιακό καρκίνωμα) και γενικώς προσοχή στα επιχρίσματα με μικρή κυτταροβρίθεια.
Προκειμένου ο ιατρός κυτταρολόγος (όπως και όλο το εμπλεκόμενο προσωπικό) να διαγνώσει με αξιοπιστία τις αλλοιώσεις του μαστού με FNAC ώστε να ακολουθηθεί η κατάλληλη αντιμετώπιση, απαιτείται ειδική υποχρεωτική εκπαίδευση σε εκπαιδευτικό κέντρο που να περιλαμβάνει θεωρητικό και πρακτικό μέρος, να συμμετέχει υποχρεωτικά σε σεμινάρια ή courses, να συμμετέχει στη διάγνωση 50 τουλάχιστον κακοήθων αλλοιώσεων ετησίως (Eusoma) και η εκπαίδευσή του να είναι πιστοποιημένη, προϋποθέσεις που πληρούνται καθόσον στη χώρα μας ασκείται η Κυτταρολογία ως χωριστή ειδικότητα.
Η παρακολούθηση των αποτελεσμάτων μετά την εκτέλεση και διάγνωση / διαχείριση της FNAC του μαστού είναι πρωταρχικής σημασίας (audit) και πρέπει να αποτελεί ζήτημα ρουτίνας στα κυτταρολογικά εργαστήρια, για τη διασφάλιση υψηλής ποιότητας στις παρεχόμενες υπηρεσίες (δείκτες αποδοτικότητας της μεθόδου).
Βιβλιογραφικές πηγές:
European guidelines for quality assurance in breast cancer screening and diagnosis, 4th edition
:
Quality assurance guidelines for cytological and histological non-operative procedures.
European guidelines for quality assurance in breast cancer screening and diagnosis, 4th edition
: Summary document review
Yπεύθυνη Σύνταξης: Νασιουτζίκη Μαρία, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας |
Η έννοια της πρόληψης του καρκίνου τραχήλου μήτρας
-
Η πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας περιλαμβάνει την πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη
-
Η πρωτογενής πρόληψη που αντιπροσωπεύεται από τον εμβολιασμό στοχεύει στην πρόληψη ανάπτυξης της νόσου μέσω της πρόληψης της λοίμωξης από τον Ιό των Ανθρώπινων Θηλωμάτων (HPV)
-
Η δευτερογενής πρόληψη με την εξέταση κατά Παπανικολάου, στοχεύει στην προ-συμπτωματική διάγνωση ή στη διάγνωση προκαρκινικών αλλοιώσεων ή καρκίνου σε όσο το δυνατόν πιο πρώιμο στάδιο.
Η αιτιολογική συσχέτιση του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) με τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και άλλα σοβαρά νοσήματα
-
Σήμερα είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι ο ιός HPV είναι ο απαραίτητος αιτιολογικός παράγοντας για την ανάπτυξη του καρκίνου τραχήλου μήτρας. Με βάση τα στοιχεία από το IARC (International Agency for Research on Cancer) 14 τύποι του ιού HPV (16,18,31,33,35,39,45,51,52,56,58,59,66 και 68) σχετίζονται αιτιολογικά με την εμφάνιση καρκίνου τραχήλου μήτρας
-
Η λοίμωξη από τον ιό HPV ενέχεται, εκτός από τον καρκίνο τραχήλου μήτρας, στον οποίο είναι αναγκαίος αιτιολογικός παράγοντας, και στις περισσότερες μορφές άλλων μορφών καρκίνου, οι οποίες δε μπορούν να προληφθούν με την εξέταση κατά Παπανικολάου, όπως καρκίνο αιδοίου, κόλπου, πέους, πρωκτού, ενώ είναι το αίτιο και των γεννητικών κονδυλωμάτων.
-
Ο ίδιος ιός φαίνεται ότι ευθύνεται και για ορισμένες μορφές καρκίνου στοματικής κοιλότητας, φάρυγγα, και λάρυγγα.
Ιδιαιτερότητες HPV λοίμωξης
-
Ο ιός HPV μεταδίδεται, κυρίως, μέσω της σεξουαλικής οδού, έχει μεγάλη μεταδοτικότητα και δεν υπάρχει τρόπος αποτελεσματικής προστασίας, καθώς ούτε το προφυλακτικό μπορεί να αποτρέψει πλήρως τη λοίμωξη, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να έχει αυξηθεί ραγδαία η συχνότητα του. Από τον ιό HPV κινδυνεύει κάθε σεξουαλικά ενεργή γυναίκα ανεξαρτήτου ηλικίας. Υπολογίζεται ότι 8 στις 10 γυναίκες θα εκτεθούν στον ιό κάποια στιγμή της ζωής τους. Περισσότερο κινδυνεύουν οι νεαρές γυναίκες ηλικίας 15 – 26 ετών, καθώς η μόλυνση από τον ιό HPV εμφανίζεται συχνότερα στην ηλικία αυτή.
-
Η λοίμωξη από τον ιό HPV στον τράχηλο της μήτρας στις περισσότερες περιπτώσεις (90%) υποστρέφει, χωρίς καμία παρέμβαση. Αν δεν υποστρέψει, προκαλεί καταρχήν προκαρκινικές βλάβες οι οποίες μπορεί να απαιτήσουν χειρουργική επέμβαση ή άλλου τύπου θεραπεία. Οι προκαρκινικές βλάβες του τραχήλου της μήτρας εάν δεν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μπορεί να εξελιχθούν σε καρκίνο σε 12-15 χρόνια κατά μέσο όρο.
Επιδημιολογικά δεδομένα και επιπτώσεις του καρκίνου τραχήλου μήτρας
1. Κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται περίπου 33.000 νέα περιστατικά διηθητικού καρκίνου τραχήλου μήτρας στην Ευρώπη.* Με βάση δε τη θνησιμότητα της νόσου (15.000 θάνατοι στην Ευρώπη ετησίως), ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι, μετά τον καρκίνο του μαστού, ο δεύτερος καρκίνος με την υψηλότερη θνησιμότητα στις γυναίκες ηλικίας 35 έως 44 ετών).
2. Στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει οργανωμένο δίκτυο καταγραφής των επιδημιολογικών δεδομένων του καρκίνου. Παρόλα αυτά, από δεδομένα εγγραφών στη
Βάσης Δεδομένων Υγείας του ΟΟΣΑ (OECD Health Data), προκύπτει ότι στην Ελλάδα η επίπτωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας κατά την χρονική περίοδο 2000-2005 ήταν 9,3/100.000 γυναίκες και η θνησιμότητα ήταν 1,8/100.000 γυναίκες.
3. Η σύγχρονη πρακτική αντιμετώπιση του διηθητικού καρκίνου του τραχήλου της μήτρας που περιλαμβάνει ανάλογα με το στάδιο της νόσου, χειρουργική επέμβαση ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία, έχει οδηγήσει σε βελτίωση της πενταετούς επιβίωσης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Ωστόσο, σύμφωνα με τη International Federation of Gyneacologists – Obstetricians (FIGO), η πενταετής επιβίωση του προχωρημένου καρκίνου του τραχήλου της μήτρας παραμένει χαμηλή. (Stage III: 33,3% - 38,7% και Stage IV: 9,4%-17,1% αντίστοιχα).
4. Έχει υπολογιστεί επίσης ότι στην Ευρώπη* 554.000 γυναίκες διαγιγνώσκονται ετησίως με χαμηλού βαθμού προκαρκινικές τραχηλικές αλλοιώσεις (CIN1) και 163.000 γυναίκες με υψηλού βαθμού προκαρκινικές αλλοιώσεις (CIN 2/3) Για την αντιμετώπιση των προκαρκινικών σταδίων απαιτείται χειρουργική αφαίρεση αυτών των βλαβών ή άλλου τύπου επεμβατική θεραπεία (laser, καυτηριασμό), καθώς και στενή ιατρική παρακολούθηση επί μακρό χρονικό διάστημα. Οι επεμβάσεις αυτές δύναται να διαταράξουν τη λειτουργική ακεραιότητα του τραχήλου της μήτρας και να προκαλέσουν πιθανές συνέπειες στην γονιμότητα και στην έκβαση μιας μελλοντικής κύησης. Πέραν όμως της επιβάρυνσης της υγείας της γυναίκας, τόσο τα προκαρκινικά στάδια όσο και ο ίδιος ο καρκίνος συνεπάγονται ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις (αρνητικά συναισθήματα, διάταραξη σεξουαλικής ζωής, αρνητική επίδραση σε διαπροσωπικές σχέσεις κλπ).
Αναγκαιότητα εμβολιασμού και σε ποιες ομάδες
-
Η λοίμωξη από τον ιό δεν μπορεί να θεραπευθεί, μπορεί όμως να προληφθεί με τον εμβολιασμό έναντι του HPV. Σήμερα διατίθενται δύο εμβόλια (διδύναμο και τετραδύναμο) που προστατεύουν από τους πιο συχνούς ογκογόνους τύπους του ιού και το ένα από αυτά (τετραδύναμο) προστατεύει και από τους συχνότερους τύπους που προκαλούν γεννητικά κονδυλώματα. Η υψηλή αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια των εμβολίων έναντι του HPV είναι σήμερα τεκμηριωμένη μέσα από την εμπειρία των εκατομμυρίων γυναικών που έχουν εμβολιασθεί σε όλο τον κόσμο και την πολύ αυστηρή παρακολούθηση του εμβολιασμού από έγκυρους διεθνείς επιστημονικούς φορείς.
-
Ο εμβολιασμός απευθύνεται σε όλες τις γυναίκες από την ηλικία των 12 έως 26 ετών, γίνεται ανεξάρτητα από την έναρξη ή όχι των σεξουαλικών επαφών και είναι δωρεάν για όλες αυτές τις ηλικίες. Ο εμβολιασμός έναντι του HPV σε ηλικία 12 έως 15 ετών συνιστάται ως εμβολιασμός ρουτίνας. Η ηλικία αυτή με αιχμή την ηλικία των 12 ετών, είναι η περίοδος όπου ολοκληρώνεται όλη η σειρά των εμβολίων του εθνικού προγράμματος εμβολιασμών, καθώς η ανταπόκριση στους εμβολιασμούς είναι η βέλτιστη και η συμμόρφωση των εφήβων στις ιατρικές συστάσεις υψηλή.
-
Στις έφηβες και νεαρές γυναίκες 16-26 ετών, που δεν έχουν εμβολιασθεί στην ηλικία των 12-15 ετών, συνιστάται να εμβολιαστούν άμεσα, για να προλάβουν να μην μολυνθούν από τους τύπους υψηλού κινδύνου, που προλαμβάνει το εμβόλιο. Τα κορίτσια αυτά βρίσκονται μέσα στην ηλικιακή ζώνη αιχμής της λοίμωξης, και επομένως κάθε μελλοντική επαφή μπορεί να μεταδώσει κάποιον τύπο του ιού.
*25 Κράτη Μέλη, συν Ισλανδία, Νορβηγία, Ελβετία
Συνδυασμός πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψης
Η εφαρμογή της απλής εξέτασης κατά Παπανικολάου, έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, ειδικά στις χώρες που εφαρμόζεται συστηματικά. Ο συνδυασμός δε με μοριακές τεχνικές ( HPV-DNA test, mRNA test ), που διαθέτει η Κλινική Κυτταρολογία, έχει σαν σκοπό την πλήρη εξάλειψή του.
Η εξέταση κατά Παπανικολάου πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικά και στις γυναίκες που έχουν εμβολιασθεί.
Η κυτταρολογική εξέταση του ενδοτραχήλου για την διάγνωση του αδενοκαρκινώματος γίνεται με ψήκτρα που θεωρείται ειδική λήψη.
Σε μελέτες μαζικού ελέγχου γυναικών με τεστ Παπανικολάου, η ευαισθησία της διάγνωσης φαίνεται να περιορίζεται για λόγους που αφορούν στην λήψη του επιχρίσματος από τον ενδοτράχηλο ή σε φυσικά ανατομικά αίτια.
Οι τύποι 16 και 18 του ιού, που περιλαμβάνονται στα εμβόλια, ενοχοποιούνται για το αδενοκαρκίνωμα του ενδοτραχήλου.
-
Τα εμβόλια έναντι του HPV που κυκλοφορούν σήμερα δεν παρέχουν πλήρη προστασία έναντι όλων των τύπων του ιού που προκαλούν καρκίνο. Οι 2 ογκογενετικοί τύποι (HPV 16 και 18), για τους οποίους τα εμβόλια έχουν τη μέγιστη αποτελεσματικότητα, ευθύνονται για το 70-74% των καρκίνων του τραχήλου της μήτρας.
-
Ο εμβολιασμός σε γυναίκες που έχουν ήδη μολυνθεί από κάποιον τύπο που καλύπτουν τα εμβόλια, παρέχει προστασία για τους υπόλοιπους τύπους στους οποίους η γυναίκα δεν έχει εκτεθεί. Και σε αυτές τις γυναίκες η δευτερογενής πρόληψη με την εξέταση κατά Παπανικολάου είναι απολύτως απαραίτητη.
-
Θα πρέπει να λάβουμε υπ όψιν ότι η επιδημιολογική μείωση της επίπτωσης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας μέσω των εμβολιαστικών προγραμμάτων των νέων κοριτσιών θα απαιτήσει αρκετά χρόνια.
-
Ο εμβολιασμός έναντι του ιού HPV και ο τακτικός έλεγχος με εξέταση κατά Παπανικολάου συναποτελούν την ολοκληρωμένη προστασία έναντι των σοβαρών νοσημάτων που προκαλεί ο ιός HPV.
Βιβλιογραφία
1. Parkin DM, Bray F. Chapter 2: The burden of HPV-related cancers. Vaccine 2006;24:S11-S25.
2. Ferlay J et al. Globocan 2002.In: Ferlay J et al. eds. Cancer Incidence, Mortality and Prevalence Worldwide. IARC CancerBase No.5, Version 2.0. Lyon (France): IARC Press; 2004.
3. Castellsague X, et al. Cervical cancer incidence in the world. Vaccine 2007;25S:C27-C219.
4.
Iftner T,
Villa LL. Chapter 12: Human papillomavirus technologies. J Natl Cancer Inst Monogr 2003;(31):80-88.
5. Smith J, Lindsay L, Hoots B, Keys J, Franceschi S, Winer R, et al. Human papillomavirus type distribution in invasive cervical cancer and high-grade cervical lesions: A met-analysis update. Int J Cancer 2007;121:621-632.
6. Lacey CJN, Lowndes CM, Shah KV. Chapter 4: Burden and management of non-cancerous HPV-related conditions: HPV-6/11 disease. Vaccine 2006;24:S35-S41.
7. Kyrgiou M, Koliopoulos G, Martin-Hirsch P, Arbyn M, Prendiville W, Paraskevaidis E. Obstetric outcomes after conservative treatment for intraepithelial or early invasive cervical lesions: systematic review and meta-analysis. Lancet. 2006;367:489-498.
8. Winer RL, Lee SK, Hughes JP, Adam DE, Kiviat NB, Koutsky LA. Genital human papillomavirus infection: incidence and risk factors in a cohort of female university students. Am J Epidemiol. 2003;157:218-26.
9. Perrin M, Melinand C, Darras A. Survey of European women's intention to undergo cervical smear testing. IPC 2009, Malme, Sweden, Abstract Book, No 0117.
Yπεύθυνη Σύνταξης: Νασιουτζίκη Μαρία, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Κυτταρολογίας
|
|